ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΟΝΕΙΡΟΥ
I
Το κίτρινο ποδήλατο ποὺ ἔγινε βαθυκόκκινο
Τὸ μικρὸ κίτρινο ποδήλατο
τὴν τροχιά του περιέγραψε
Πῶς ἦταν μικρὸ καὶ πῶς μεγάλωσε
Έγινε κόκκινο
γιατί φύτρωσε μὲ τὶς τριανταφυλλιές
Οἱ ἀκτίνες
μὲ τοῦ ήλιου ἑνώθηκανΤιμόνι αλάνθαστο καὶ τὸ καλάθι γέμισε πουλιά
Κι ὅταν τό βρήκα
γονάτισε γιὰ νὰ ἀνεβω
καὶ κάλπαζε ὡς τὸ μεσημέρι
Έγινε βαθυκόκκινο
μέχρι τὰ ὄνειρα ποὺ ἔκανα παιδί
καὶ τώρα ἴδια ἀπαράλλαχτα
νὰ σφύζουν μὲς στην ήβη τους
* * *
ΕΡΩΤΟΣ ΑΤΑΣΘΑΛΙΕΣ
I
Σ' ἀγαπῶ
Ἡ κυρία μὲ τὰ λιλὰ γοβάκια
δρασκέλισε τὴ σιωπὴ
στὸ ἠχόχρωμα φτάνοντας μιᾶς φράσης
Ὕστερα ἔβγαλε τα παπούτσια της
καὶ χόρεψε στὸ γυαλιστερό πάτωμα
ὀλισθηρῶν ὀνείρων
Κανεὶς δὲν τῆς εἶπε ὅτι μετὰ
θὰ βάδιζε στ' ἀγκάθια ξιπόλητη