Ήταν τότε που σκλήρυνε η γλώσσα μου.
Οι λέξεις έρχονταν – μπάσταρδα παιδιά της ανάγκης –
αλλά δεν έβγαιναν. Ήταν τότε που το βίωμα ήταν μέτρα,
χιλιόμετρα πιο ψηλό από την όποια έννοια και ερμηνεία.
Η γλώσσα μου πέτρωσε / ανεπανόρθωτη η ρήξη
με το σώμα.
Ήταν τότε που ήθελα να δείξω την αμέριστη χαρά
και ευγνωμοσύνη, την αγάπη μου
για τον άνθρωπο, μα οι λέξεις κι αν
έβγαιναν απ' το στόμα, στο θαύμα του βιώματος,
δείλιαζαν.
Ήμουν σε δίλημμα.
Θα έκοβα τη γλώσσα μου γιατί πραγματικά
δε μου χρειαζόταν
ή θα αναζητούσα λέξεις κατάλληλες˙
ίσως έτσι η γλώσσα και πάλι να
μαλάκωνε (ίσως να ήθελε αλήθειες για να επιστρέψει
και πάλι στα συγκαλά της, στη μορφή της την αρχική).
Τελικά την έφαγα. Τη δάγκωσα, την έκοψα... την έφαγα.
Έχουν περάστε χρόνια από τότε, ίσως και αιώνες
(έχω ξεχάσει να μετρώ με αριθμούς άλλωστε)
Τη γλώσσα αυτή δεν κατάφερα να τη χωνέψω˙
είχε βλέπεις μέσα της και την καρδιά μου.