Τα φώτα της αίθουσας χαμηλώνουν αργά, λες μάτια ερωτευμένων. Όταν η Κόρη τη μελωδία υψώνει, οι νότες, ανέρχονται οιωνοί. Έξαφνα στο γύρισμα της ρίμας βουβαίνεται η Κελαδεινή. Από τα θεωρεία ο κόσμος, παίζει το νόμισμα, ζει για δεν ζει. Μέσ' από τον λαβύρινθο της ακοής, οργανοπαίχτης δαίμονας, έτοιμο κρατά το κλειδί. Κουρντίζει. Με μια, με δυο, στην τρίτη τη στροφή. Η Μονωδός από της γης την άδηλη αναπνοή, γλιστρά και ψέλνει πάλι: Απ' την οικονομία της ψυχής γεννιέται η σιωπή. Το πλήθος απορεί και ψιθυρίζει, γι' απαγωγή φωνής.