Eπιτάφιος για τη φωτιά και το λουλούδι
Θα μπορούσες το ίδιο να κρεμάσεις* * *
Δυο αδελφές της Περσεφόνης
Είν΄ δυο κορίτσια: μεσ΄ στο σπίτι
Κάθεται το να. τ΄ άλλο, απ΄έξω.
Όλη τη μέρα της σκιάς και του φωτός ένα ντουέτο
Ανάμεσό τους.
Στο σκοτεινό δωμάτιό της, με ταπετσαρία
Η πρώτη πάνω σε προβλήματα δουλεύει
Πάνω σε μια αριθμομηχανή.
Στεγνοί το χρόνο κτύποι σημειώνουν.
Kαθώς κάθε ποσό υπολογίζει
σ΄αυτό το άγονο εγχείρημα
μεσ΄στα μισόκλειστα της μάτια παμπόνηρα
ποντίκια τρέχουν,
κι είναι χλωμό το ισχνό της σώμα.
Γήινο η άλλη, χρώμα μελαψό, ξαπλώνει,
χρυσάφι ακούοντας να ΄ρχονται οι χτύποι
σαν γύρη λαμπερή μεσ στον λαμπρόν αγέρα. γαλήνια
δίπλα από στρώμα παπαρούνες,
Το κόκκινο μετάξι τους κοιτάζοντας ν΄αστράφτει
Πέταλα αιμάτινα
π΄ανοίγουνε φλεγόμενα στη σπάθα του ήλιου.
Στον πράσινο βωμό επάνω κείνο
Γρήγορα του ήλιου νύφη γίνεται, η τελευταία
Μεγαλώνει γρήγορα ο σπόρος μέσα της.
Kαι χορταριάζει μεσ΄ της γέννας την περφάνεια,
Γεννά τον βασιλιά. Και γίνεται πικρή
Κι ωχρή σαν όλα τα λεμόνια,
Η άλλη, ως το τέλος της, λοξή παρθένα,
Στον τάφο πάει με τη σάρκα αξόδευτη
το χάρο παντρεμένη, δίχως ποτέ γυναίκα
μια φορά να γένει.
Γραμμένα απ΄το κεφάλι της επάνω, τα
λόγια ετούτα:
Την ώρα που θ΄ανθίζετε, κυρίες, γλίσχρα μην αγαπήσετε
αν θέτε μην γενούν όλα τα φρούτα σας
ετούτη η μαύρη πέτρα.
*
Two sisters of Persephone
Two girls there are: within the house
One sits; the other, without.
Daylong a duet of shade and light
Plays between these.
In her dark wainscoted room
The first works problems on
A mathematical machine.
Dry ticks mark time
As she calculates each sum.
At this barren enterprise
Rat-shrewd go her squint eyes,
Root-pale her meager frame.
Bronzed as earth, the second lies,
Hearing ticks blown gold
Like pollen on bright air. Lulled
Near a bed of poppies,
She sees how their red silk flare
Of petaled blood
Burns open to the sun's blade.
On that green alter
Freely become sun's bride, the latter
Grows quick with seed.
Grass-couched in her labor's pride,
She bears a king. Turned bitter
And sallow as any lemon,
The other, wry virgin to the last,
Goes graveward with flesh laid waste,
Worm-husbanded, yet no woman;
Inscribed above her head, these lines:
While flowering, ladies, scant love not
Lest all your fruit
Be but this black outcrop of stones.
*
Mεταμόρφωση
Mε σκέλια και οπίσθια φαύνου, κουκουλώθηκε
απ΄τ΄άλσος έξω με του φεγγαριού το φως και παγωμένη πάχνη στη βρεμένη χλόη
μέχρι που οι γκιώνηδες στου δάσους
μέσα τα χαμόκλαδα πετάξαν μαύροι για να δουν και να σκεφτούνε τη φωνή οπού βγαλε τούτος ο άνθρωπος.
Kανένας ήχος, μοναχά μια μεθυσμένη φαλαρίδα
περπατά τρεκλίζοντας στου ποταμιού την όχθη.
αστέρια ποντισμένα στο νερό να κρέμονται, έτσι που
μια σειρά διπλά αστερόματα ανάβοντας
σκύβουνε κει που οι γκιώνηδες καθίσαν.
Μια αρένα μάτια κίτρινα
κοιτάζανε τη αλλαγή οπού κοβε στην όψη του,
είδαν οπλές που σκλήρυναν από το πόδι, είδαν να βγαίνουν
τα τραγίσια κέρατα. Κοιτάξαν πως θεός σηκώθηκε
και τριπλοπόδησε του δάσους φύλακας στο προσωπείο εκείνο.
*
Metamorphosis
Haunched like a faun, he hooed
From grove of moon-glint and fen-frost
Until all owls in the twigged forest
Flapped black to look and brood
On the call this man made.
No sound but a drunken coot
Lurching home along river bank.
Stars hung water-sunk, so a rank
Of double star-eyes lit
Boughs where those owls sat.
An arena of yellow eyes
Watched the changing shape he cut,
Saw hoof harden from foot, saw sprout
Goat-horns. Marked how god rose
And galloped woodward in that guise.