Μάριος Χάκκας: Ένα «Λαχείο» για πέταμα
Γράφει η Ισιδώρα Μάλαμα
Η συλλογή διηγημάτων Ο μπιντές και οι άλλες ιστορίες[1] του Μάριου Χάκκα εκδίδεται το 1970 και αποπνέει τη σωματική κατάρρευση και την ιδεολογική απογοήτευση του συγγραφέα. Τα διηγήματά της αντιστρατεύονται τις ανέσεις που «όταν, επιτέλους,αποκτηθούν, το μόνο που προσφέρουν είναι να κάνουν συνειδητό το χαράμισμα της ζωής και την απουσία νοήματος».[2] Οι ήρωες «έντρομοι και αμήχανοι μπροστά στο όραμα του καταναλωτισμού και την απειλή της αλλοτρίωσης αντιτάσσουν στο εφιαλτικό παρόν τους την ελπίδα για επιστροφή σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν».[3]
Από τη συλλογή αυτή την ανάλυση θα απασχολήσει το διήγημα «Το λαχείο», ένα διήγημα στο οποίο ο κεντρικός ήρωας, ανήσυχος και μετά μανίας επιδιδόμενος σε κοινωνικές ασχολίες, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί, με έντονο το αίσθημα της κοινωνικής προσφοράς, περιβάλλεται από βολεμένους συνομήλικους, που αντιστρατεύονται αυτήν του την ιδιοτροπία. Έχοντας στην πλάτη την ισόβια βιοποριστική του θητεία, εναποθέτει όλες του τις ελπίδες για απαλλαγή από αυτήν και ανεμπόδιστη αφοσίωση στις αγαπημένες του ασχολίες, στην αγορά ενός λαχείου. Έχει σχεδόν εφησυχάσει πιστεύοντας στο κερδοφόρο αποτέλεσμα, όταν σε μια βραδινή συνεδρίαση του πολιτιστικού συλλόγου του οποίου αποτελεί ενεργό μέλος, ένα καινούργιο πρόσωπο, ένας δυναμικός νέος, γεμάτος ιδέες και πάθος, προτείνει μια λαχειοφόρο αγορά ως μια οικονομική ανάσα του Συλλόγου και παρωθεί τα μέλη σε δράση. Μέσα από μια καταγραφή της αμφιθυμίας του ήρωα απέναντι σε αυτόν τον τολμηρό νέο και με μια συγγραφική δεξιοτεχνία, με την οποία οι αφηγηματικές φωνές ακούγονται συγκεχυμένες, θολώνοντας εσκεμμένα την εξέλιξη, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί μαζί με τον ήρωα, ότι ο παθιασμένος νέος δεν είναι κανείς άλλος από τον ίδιο τον ήρωα κατά το νεανικό του αγωνιστικό παρελθόν. Μέσα από αυτήν τη συνάντηση, ο ήρωας των σαράντα χρόνων επανακτά την ταυτότητά του ένθερμου αγωνιστή υπέρ του συνόλου και συνειδητοποιεί ότι δεν έχει ανάγκη από λαχεία και οικονομικά αντίβαρα για να προσηλωθεί σε αυτό που τόσο αγαπά: στην ανιδιοτελή προσφορά.[1] Μάριος Χάκκας, Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, Κέδρος 1970.
[2] Μανόλης Λαμπρίδης, « Η άρνηση των αξιών του συστήματος στο έργο του Μάριου Χάκκα», στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του,Κέδρος 1979, σ. 78-79.
[3] Ολυμπία Τσαρουχά Θεοδοσίου, Το ουτοπικό σύμπαν του Μάριου Χάκκα: ουτοπικά ιδεώδη στο πεζογραφικό και θεατρικό του έργο, Μεταπτυχιακή Διατριβή, ΑΠΘ 2007, σ. 66, Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο http://ikee.lib.auth.gr/record/80000/files/gri-2007-867.pdf 17/4/2020.
[4][4] Για την ερμηνεία του όρου χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από το Βικιλεξικό.
[5] Αλέξης Ζήρας, «Μια πρώιμη και μια όψιμη κατάθεση για τον Μάριο Χάκκα», » στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του,Κέδρος 1979, σ. 103-104.
[6] Ολυμπία Τσαρουχά Θεοδοσίου, ό.π.. σ. 45.
[7] Χριστίνα Παπαδημητρίου, Μάριος Χάκκας. Η ζωή και το έργο του. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1998, σ. 205.
[8] Αλέξης Ζήρας, ό.π., σ. 103.
[9] Βάσος Βαρίκας, Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του, στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του, Κέδρος 1979, σ. 9-10.
[10]Τόλης Καζαντζής, « Το πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα», στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του,Κέδρος 1979, σ. 51.
[11] Χριστίνα Παπαδημητρίου, ό.π.
[12]Τόλης Καζαντζής, « Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» στο Μάριος Χάκκας, Κριτική θεώρηση του έργου του, Κέδρος 1979, σ. 48.
[13] Χριστίνα Παπαδημητρίου, ό.π.,.291.
[14] Περιοδικό Διαβάζω, αρ. 168, 20/5/87, σ.33.
[15] Γεώργιος Ρεπούσης, Ο Μάριος Χάκκας και η εποχή του: Αυτοβιογραφία και δημιουργική πεζογραφία, Διδακτορική Διατριβή, Ιωάννινα 2012, σ. 84. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/31715#page/1/mode/2up 17/4/2020.
[16] Αγγέλα Καστρινάκη, «Τα οργισμένα νιάτα της ελληνικής πεζογραφίας», στο Α., Νάτσινα, Α., Καστρινάκη, Ι., Δημητρακάκης, Ε., Δασκαλά, Η πεζογραφία στη μακρά δεκαετία του 1960. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα 2015. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, σ. 66-113. Διαθέσιμο στο:
http://hdl.handle.net/11419/2197.
[17] Γεώργιος Ρεπούσης, ό.π., 115.
[18] Ολυμπία Τσαρουχά Θεοδοσίου, ό.π.. σ. 106.