Ξεχωρίζω ακόμα τα καλογραμμένα ποιήματα «Το νέο όργανο» (σελ.7) που ανοίγει και το βιβλίο, «Το δάσος χορεύει», την «Πολιτεία», το «Τοπίο I», την «Κάθε μέρα», «Η Ποίηση».
O ίδιος ο ποιητής τοποθετείται σε σχέση με τα πράγματα : «η νύχτα/δεν εννοεί/να με αφήσει ήσυχο/»[...]« η νύχτα δεν απορεί, δεν με εχθρεύεται / βγαίνει από έναν καθρέφτη για να μπω εγώ» ( «Η Νύχτα» σελ.20) Και στη σελ 27 :« εγώ θα ντρεπόμουν /να ζω χωρίς τους άλλους » / «Παρέκκλιση». To πρώτο πρόσωπο μας οδηγεί σε μια εξομολόγηση, σε μια αίσθηση προσωπική. Στη σελ 35 στο ΤΟΠΙΟ II διαβάζω κάτι που με κινητοποιεί εσωτερικά: « [...] ένα βουνό ορθώνεται/ στην πλάτη μου/ οι τόποι μου εξαντλούνται/ και στρέφομαι/ να το αντικρίσω/ εγώ δεν είμαι/ κανένας άγγελος/ ξεκινάω να σκαρφαλώνω/»
Πολλές φορές χρησιμοποιεί το β ενικό πρόσωπο, υπάρχει ένα άλλο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, χαρίζοντας έτσι δραματικότητα και ζωντάνια στην ποίησή του. Για παράδειγμα:
Στη ΣΤΙΞΗ II στη σελίδα 26 γράφει: « πήγες να σκοτώσεις με τη σιωπή/αυτό που σε σκότωσε/με δάχτυλα · όταν/ τα μαχαίρια τραβήχτηκαν /όλες οι παρεξηγήσεις /ήταν ήδη λυμένες/»
Στο ΤΟΠΙΟ I στη σελίδα 31 : « Όλοι γνωρίζουν / πως κάποτε υπήρξες / κάποιος άλλος · εσύ απλώς το υποψιάζεσαι.»
Και στο ποίημα «'Ηχοι», σελ.33: « Οι λέξεις σπαταλιούνται-/μα όχι όταν βγαίνουν/ δονούμενες άπ΄το στόμα σου/ και πετάνε, για λίγο/προς το μέρος μου»
Γιατί με ενδιαφέρει η ποίηση αυτή; Kυρίως γιατί αισθάνομαι πως δεν είναι κάτι που το συναντώ συνήθως στους «νέους ποιητές». Με φέρνει κοντά σε μια γαλήνια και ουσιαστική μοναξιά, να ψαχουλεύω ενδεχόμενους στίχους που θα με οδηγήσουν σε κείνη τη «στιγμή ακινησίας» ώστε να μπορέσω να αφουγκραστώ τον εαυτό μου.
Υπάρχει μια γνώση - συναισθηματική πες την αν θέλεις- που ισοδυναμεί με τη «μυστική ομοιότητα με τα πράγματα», εκεί όπου «φτάνει μια ματιά και τα χαμόγελα ξεχειλίζουν». Είναι γοητευτικό ένας ποιητής να «συνδέεται κρυφά με τα πάντα». Επίσης, είναι ελπιδοφόρο για μας, που διάγουμε ποιητικά, να συνειδητοποιούμε και τις δικές μας προσωπικές αλλαγές με την βοήθεια ξένων στίχων, αλλά που θα θέλαμε οι ίδιοι να΄χαμε γράψει: «Πλησίασα./Είχες αλλάξει,/μα είχα αλλάξει κι εγώ./» (Το νέο όργανο, σελ.7)