Οι ποιητές αυτοανθολογούνται

Στο πλαίσιο της παγκόσμιας ημέρας ποίησης το Γραφείον Ποιήσεως παρουσιάζει την ενότητα «Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές και Ελληνίδες ποιήτριες αυτοανθολογούνται» σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η σύγχρονη ελληνική ποίηση με ανέκδοτα ποιήματα.

9-Γυναίκα με καπέλο, 50Χ35 εκ., ακρυλικό σε καμβά

27-Κατασκευή σε πλεξιγκλας ΙΙ, 24Χ24Χ10 εκ.

26-Κατασκευή σε πλεξιγκλας, 24Χ23Χ10 εκ.

25-Ενσυναίσθηση, 50Χ35 εκ. κάρβουνο σε χαρτί

24-Ύπαρξη, 50Χ35 εκ. κάρβουνο σε χαρτί

Αντωνία Μποτονάκη - Δύο ποιήματα (Α'-Β')

_20210320-152313_1

 Α΄

Είναι που με κρυφάκουσες
τις νύχτες•
Πάνω σε κείνο το κρεβάτι,
το πλεγμένο με τα φρύγανα των αγκαθιών,
τους ακρωτηριασμένους γρύλους,
τους βαλσαμωμένους χρυσοκάνθαρους
-'πα στις σφακομηλιές του Κάστρου-
τα λείψανα των Μαυρομιχαλαίων,
τις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια του Σεφέρη,
το φως του Ομήρου,
το αίμα των Πετρουλέων και των άλλων.

Δεν είναι που δεν κατάλαβα.
Ίσα-ίσα.
Το μισοφαγωμένο κορμί του μάντη,
το τυφλό πέταγμα των νυχτερίδων,
ο καυτός αέρας που χτύπαγε τα παραθυρόφυλλα σαν
το σφυρί του δικαστή ολονυχτίς.
Με ότι υπολείμματα είχαν ξεμείνει από την γλώσσα μου σε ικέτευα να φύγουμε.

Ξημερωθήκαμε στο νεκρομαντείο.

Δεν ήμουνα εγώ που σου ψιθύρισα ''πάμε πίσω''.
Ήταν εκείνοι που ποδοπάτησαν τις ανεμώνες,
που σφάξαν τους ικέτες μέσα στο ναό,
που παλουκώσαν τα κεφάλια και τα περιφέρανε στ' Αποσκιερά,
που κρέμασαν λυχνάρια στα κέρατα των κοπαδιών,
που θέρισαν στο Μονοδέντρι εκατόν δεκαοχτώ.

Κι ήμουν εγώ, η ανυπόδητη, την άλλη νύχτα,
που έγειρα το κεφάλι πάνω απ' το βωμό,
δίπλα απ' το κύμα -Καραβοστάσι τώρα- άλλοτε Σεράπειο,
γυρεύοντας το δίκιο της Κανέλλας,
τα λόγια των αλυσοδεμένων στο μικρό Αλγέρι,
γυρεύοντας ν' ακούσω ό,τι ποτέ δεν ειπώθηκε,
γυρεύοντας να πω ό,τι ποτέ δεν ακούστηκε.

Είναι που με κρυφάκουσες.
Γιατί ήσουν απ' τους άλλους.
Από τη φάρα εκείνων που σκοτώνουν για να θαυμάσουν ως πού μπορεί να φτάσει η σφαίρα τους.

Σαν πήρε να νυχτώνει κι ανέβηκε το πανδαιμόνιο των γρύλων,
στοίχισες ''κατά μπόι'' τα παιδιά,
έβαλες στο κατόπι την αθωότητα.
Ήμουν εκεί.

Β΄

Εδώ που κάποτε περπάτησαν οι μύστες

Που ο αέρας μυρίζει ίδια όπως ο φόβος του θανάτου

Στην άκρη του ρείθρου

Συνηθίσαμε την ανθρώπινη μοίρα

Την απελπιστικά σύντομη ζωή

Τη μυστική και ιδιόρρυθμη καθημερινή οδύνη

Κατατρεγμένοι κι αλαφροίσκιωτοι

Αποσβολωμένοι θεατές ενός σύμπαντος σε αποσύνθεση

Όπου όλα συνηγορούν υπέρ της κολάσεως

Διανύσαμε το μακρύ δρόμο των καλών προθέσεων

Για να βρεθούμε καθηλωμένοι σε τούτο το αξιολύπητο σημείο

Χωρίς αβεβαιότητες, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς στοχασμό

Παρακολουθώντας ατάραχοι το παιδί που βασανίζει τη γάτα

Τον κόσμο που τελειώνει.


Η Αντωνία Μποτονάκη γεννήθηκε στα Λαμπιριανά ΧανίωνΜετά το δημοτικό, μετοίκησΑΝ στα ΧανιάΑπό τα δεκαπέντε και για δέκα περίπου χρόνια ζΕΙ, εργάζεται και σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη (οδοντοτεχνίτρια, ηθοποιός, διαιτολόγοςΤα τελευταία χρόνια ζει στην ΑθήναΤο 2011 εκδίδει το μυθιστόρημα ''Αστο κι ας αποθάνει'' με τις εκδόσεις ''Ιβίσκος'' που κάνει τέσσερις εκδόσεις και συνεχίζει να κυκλοφορεί ως σήμεραΤο 2017 εκδίδει την ποιητική συλλογή ''Αγήτρα της σκιάς'' με τις εκδόσεις ''Ιωλκός'' και αποσπά το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης της ποίησης ''ΖΑΝ ΜΩΡΕΑΣ'' Το 2018 κυκλοφορεί το''Τέρμα θεού'' με τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και αποσπά την υποψηφιότητα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 

Μανόλης Ξεξάκης - Τα γυαλάκια/Οι χειμώνες των πουλ...
Θοδωρὴς Βοριᾶς - Σκόνη, στάχτη καὶ σκιὲς/Πρόκληση ...
 

ΣΧΟΛΙΑ

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γίνετε ο πρώτος που θα υποβάλει ένα σχόλιο
Guest
Κυριακή, 24 Σεπτεμβρίου 2023

Captcha Image

Υποστηρικτές

Για να λαμβάνετε ενημέρωσεις, για όλες τις δράσεις του Culture Book, εγγραφείτε στο newsletter μας


© 2015 - 2020 Γραφείον Ποιήσεως. All Rights Reserved