η μπλούζα σου στέκεται αβέβαιη πάνω σ' ένα μανταλάκι μπορεί να πέσει· δυο βιβλία από το βάθος γνέφουν μάλλον ένα μη - ποιός ξέρει; τόσες λέξεις μαζεμένες πάντα δημιουργούν σύγχυση - ο καθρέφτης της κρεβατοκάμαρας συνεχίζει με πείσμα να κρατάει γυρισμένη την πλάτη του έχοντας από καιρό εγκαταλείψει τις κατοπτρικές ευαισθησίες που του καταλόγιζαν.
[φύσηξες· ένας μικρός αέρας μέσα έξω]
Η μπλούζα πέταξε - σχεδόν αυτοκτονώντας - το μανταλάκι κάπως για λίγο μόνο ανέπνευσε· τα βιβλία στο ράφι των μέτριων δώρων κι ο καθρέφτη στην ντουλάπα του. Εγώ πάλι, αρχίζω μόλις σιγά σιγά να σε ξεχνάω χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω καθόλου από ποια θέση, ή τέλος πάντων, με ποια εμπράγματη ιδιότητα· δεν βιάζομαι τόσο