Συνέντευξη με τον Αλέξανδρο Βαναργιώτη
1. Κύριε Βαναργιώτη, εκτός από συγγραφέας είστε και φιλόλογος στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση και τα δύο τελευταία χρόνια υπηρετείτε ως καθηγητής αποσπασμένος στο Κολλέγιο «Πνοή Αγάπης» Μεσοποτάμου, των Αγίων Σαράντα στη Βόρεια Ήπειρο. Τα μικροδιηγήματα που επέλεξα από την αδημοσίευτη εργασία σας για την στήλη «Παράθυρο για το μικρό διήγημα» είναι διαποτισμένα από την εκεί παραμονή σας. Μιλήστε μας για τον τρόπο που επιδρά αυτή η εμπειρία σας στα κείμενά σας.
Απ. Προηγήθηκε κι ένα μικρό διάστημα κατά το οποίο εργάστηκα στη Χιμάρα, στο σχολείο «Όμηρος». Όλος αυτός ο χρόνος ήταν μάλλον αναγκαίος για να αφομοιώσω τη νέα ζωή και τις καινούριες εμπειρίες και να αναβλύσουν από μέσα μου ως διηγήματα. Και δεν μιλάμε για μικρές εμπειρίες. Είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος. Μιλάμε για εθνική μειονότητα. Γύρω σου ακούς να μιλάνε Ελληνικά, αλλά παντού βλέπεις την αλβανική σημαία. Κοιτάζεις απέναντι την Κέρκυρα, διακρίνεις τα σπίτια, τα δέντρα, αλλά για να πας χρειάζεσαι διαβατήριο και περνάς τελωνείο. Τα χρόνια της μέχρι τώρα παραμονής μου εδώ άκουσα πολλές ιστορίες πόνου. Οι άνθρωποι πέρασαν πολλά στα χρόνια του Ενβέρ Χότζα. Σχεδόν σε κάθε οικογένεια υπάρχει ένα βαθύ τραύμα είτε από τις φυλακίσεις είτε από τις δολοφονίες είτε από τον απέραντο φόβο και τη σκοτεινιά που βίωσαν οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου. Επιπλέον δεν έλειψε στιγμή ο αλβανικός εθνικισμός και η προπαγάνδα, που εκφράζεται από όλους εκείνους που συνεργάστηκαν με το καθεστώς ή κατέβηκαν από τον βορρά, απέκτησαν σπίτια και περιουσίες στα καλύτερα οικόπεδα, ύψωσαν ξενοδοχεία και πολυκατοικίες κι έφτιαξαν μια τσιμεντούπολη γεμάτη αδιέξοδα, μια άσχημη πόλη σε ένα όμορφο τοπίο που σε γεμίζει ερωτηματικά. Ένα μικρό απόσταγμα είναι τα διηγήματα που σας έστειλα.
2. Τι διαπιστώνετε ως λογοτέχνης και ως εκπαιδευτικός, υπάρχει αναγνωστικό ενδιαφέρον για την λογοτεχνία στους νεότερους ανθρώπους στη Βόρεια Ήπειρο, και πιο συγκεκριμένα έχει «φτάσει» εκεί το συγκεκριμένο είδος του μικρού διηγήματος ή του μικροδιηγήματος που εξετάζουμε;
Απ. Δυστυχώς οι δυσκολίες που πέρασαν οι άνθρωποι εδώ έφερε σε πρώτο βαθμό την ανάγκη επιβίωσης. Με το άνοιγμα των συνόρων το ΄90 η τάση αυτή εντάθηκε, μαζί με την τάση φυγής για την Ελλάδα. Η νέα γενιά δεν ξέφυγε από αυτό το κλίμα. Ονειρεύονται καλές δουλειές, χρήμα και μερσέντες. Η λογοτεχνία δεν έχει θέση στη ζωή τους. Ακόμη και παιδιά με ευαισθησίες, που γράφουν, δεν έχουν την καλή συνήθεια να διαβάζουν λογοτεχνία. Από τους σύγχρονους συγγραφείς της περιοχής με το έργο των οποίων έχω έρθει σε επαφή, βλέπω ότι γράφουν διηγήματα εκτεταμένα, όπως παλιά.
3. Μιλήστε μας λίγο για την λογοτεχνική παραγωγή στη Βόρεια Ήπειρο τόσο για την ελληνική όσο και για την αλβανική κοινότητα και πείτε μας την γνώμη σας γι' αυτήν;
Απ. Μετείχα το φθινόπωρο σε ένα συμπόσιο ποίησης που διοργανώνουν στους Αγίους Σαράντα οι ντόπιοι ποιητές σε συνεργασία με τον Δήμο. Διάβασαν έργα τους αρκετοί ποιητές Αλβανοί αλλά και της ελληνικής εθνικής μειονότητας. Μπορώ να πω ότι ακούστηκαν αξιόλογα ποιήματα. Ωστόσο η απουσία ζύμωσης με λογοτεχνικά έργα ευρωπαϊκά και παγκόσμια, με ρεύματα και με λογοτεχνικά περιοδικά, λόγω των συνθηκών που προαναφέρθηκαν, κάνει ελάχιστους συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφους να έχουν ένα μεστό και ώριμο έργο και να ξεχωρίζουν.
4. Τι σας οδήγησε να γράψετε μικροδιήγημα;
Απ. Ξεκίνησα από την ποίηση. Με κούραζαν και με κουράζουν ακόμα τα μεγάλα ποιήματα. Σύντομα στην πνευματική ζωή μου μπήκαν ποιητές όπως ο Κώστας Μόντης και ο Χρήστος Λάσκαρης. Μου άρεσε η πύκνωση του λόγου τους. Νομίζω ότι υποσυνείδητα και τα κείμενα της εκκλησιαστικής παράδοσής μας έχουν περάσει μέσα μου από τα παιδικά χρόνια, το γεροντικό, το λειμωνάριο, οι ψαλμοί, τα κοντάκια, οι κανόνες...Από την αρχή έγραφα μικρά κείμενα. Ένα από τα πρώτα μου διηγήματα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πλανόδιον» είναι το μικροδιήγημα «Στο ποτάμι» κι ένα δεύτερο το «Μικρή ιστορία».
5. Όταν ξεκινάτε να γράψετε μια ιστορία γνωρίζετε εξ' αρχής ότι θα είναι μικρή ή ακολουθείτε απλώς την εξέλιξή της και ότι προκύψει;
Απ. Γνωρίζω ότι είναι μικρή γιατί την έχω φτιάξει ήδη μέσα μου.
6. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στο μικροδιήγημα και σε άλλα λογοτεχνικά είδη και ποια είναι αυτά;
Απ. Πιστεύω ότι το μικροδιήγημα βρίσκεται κοντά στην ποίηση και στις αλληγορίες, όταν είναι σύντομες. Στο Ευαγγέλιο οι παραβολές του Χριστού είναι μικροδιηγήματα.
7. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ξεκινήσατε την συγγραφική σας διαδρομή;
Απ. Με την ποίηση. Μάλιστα στην τρίτη Λυκείου κέρδισα ένα βραβείο στο σχολείο για ένα ποίημά μου, το οποίο από το άγχος το διάβασα τόσο χάλια που πίστεψαν ότι δεν ήταν δικό μου. Δεν μου άρεσε, για να είμαι ειλικρινής, τόσο το ποίημα εκείνο. Ήταν ένα ποίημα για να εντυπωσιάσω, όχι της καρδιάς μου.
8. Μπορείτε να γράφετε παράλληλα δύο διηγήματα;
Απ. Ναι, γιατί ήδη, όπως προανέφερα, είναι γραμμένα μέσα μου.
9. Συμβαίνει να γράφετε παράλληλα, εννοώ την ίδια χρονική περίοδο δύο διαφορετικά λογοτεχνικά είδη;
Απ. Συνήθως όχι. Ένας τρόπος λειτουργεί μέσα μου για αρκετό διάστημα. Δεν ξέρω γιατί.
10. Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν επηρεάσει ή ακόμα και αλλάξει τον τρόπο που σκέπτεστε και που αντιμετωπίζετε την ζωή;
Απ. Θα ακουστεί κοινότοπο, αλλά ο Όμηρος και οι αρχαίοι τραγικοί με έχουν σημαδέψει. Επίσης οι ψαλμοί του Δαβίδ, ο Εκκλησιαστής, το Άσμα ασμάτων, τα Ευαγγέλια και οι χαιρετισμοί στην Παναγία. Αν μου επιτρέπετε, θα αναφέρω τη συχωρεμένη τη μητέρα μου, η οποία, αν και δεν ήξερε τι είναι λογοτεχνία, αφηγούνταν σύντομα και τραγικά όσα ζούσε στην καθημερινότητά της. Θυμάμαι ακόμα κάποια Θεοφάνια, που εγώ δεν είχα πάει στη ρίψη του σταυρού στο ποτάμι των Τρικάλων. Όταν επέστρεψε η μητέρα μας μετέφερε τόσο πειστικά την αίσθηση του τσουχτερού κρύου και μας περιέγραψε ένα τσιγγανάκι το οποίο μπήκε γυμνό στο ποτάμι και είχε μπλαβίσει και τουρτούριζε, που με έκανε να κλαίω απαρηγόρητος και με ρωτούσε διαρκώς απορημένη τι έχω.
Αγαπώ και πολλούς σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους και διαλέγομαι με το έργο τους, Δεν θα ήθελα όμως να μιλήσω γι' αυτούς, γιατί είναι αρκετοί.
Σας ευχαριστώ!