Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στην Αίγινα.
18/3/2018
Ζωγραφική του Χαμένου χρόνου, μηδέποτε ξανακερδισμένου
H τελευταία δουλειά του Γιάννη Στεφανάκι νομίζω ότι είναι η πιο αντιπροσωπευτική του. Βέβαια ό,τι κάνει ένας καλλιτέχνης είναι δικό του, τον αντιπροσωπεύει, αλλά μερικές δουλειές, για διάφορους λόγους, δείχνουν εναργέστερα τη φυσιογνωμία του καλλιτέχνη, τον κόσμο του, τις ιδιαίτερες δεξιότητες και ευαισθησίες του.
Σε αυτή τη δουλειά του λοιπόν ο Γ.Σ. ξανακοιτάζει το χρόνο και τα καλλιτεχνικά του μέσα, προσπαθεί να πει την πιο ειλικρινή του αφήγηση.
Ο χρόνος όπου βουτάει είναι ο πιο προσωπικός χρόνος, ο βιωμένος, αλλά ταυτόχρονα είναι ένας χρόνος όπου ο κάθε θεατής θα αναγνωρίσει ένα κομμάτι του εαυτού του. Είναι ο χρόνος της παιδικής ηλικίας, και μάλιστα της σχολικής ζωής. Ο ίδιος ο Γ.Σ. υποστηρίζει ότι δεν είναι απλώς μια αναδρομή, αλλά μια επαναπροσέγγιση: θέλει να φέρει το τότε στο σήμερα, για να δει τι απ' όλη την ελευθεριότητα και το παιχνίδι της γενιάς του, έχει απομείνει σήμερα. Ελάχιστα έχουν απομείνει, μάλλον τίποτε. Έτσι γίνεται σε κάθε γενιά. ο χρόνος είναι κυρίως χαμένος. Αυτό που απομένει, σαν διακύβευμα, είναι να μετουσιωθεί ο χαμένος χρόνος σε κερδισμένο έργο…
Αυτό κάνει ο Στεφανάκις. Για να το πετύχει, δεν αρκεί να ανακαλέσει, να θυμηθεί, να ανασυνθέσει. Πρέπει να χτίσει, να φτιάξει ένα απείκασμα τέτοιου χρόνου μέσα στο σήμερα. Μαζεύει λοιπόν τα εργαλεία του, τα μέσα του. Είναι πολλά. Ο Γ.Σ. είναι πολυπράγμων και τεχνίτης. Μαζεύει καταρχάς μια πρώτη ύλη, με συναισθηματική και υλική αξία: παλιά θρανία. Τα πρώτα έργα είναι οι ίδιες οι σανίδες των θρανίων… Η ύλη μιλάει μόνη της, φέρει πάνω της τις πληγές και τα χάδια των μαθητών, του χαμένου χρόνου. Ένα objet trouvé… απλό.
Δεν αρκεί. Παίρνει τη σανίδα και την κάνει μήτρα χαρακτικής. Τυπώνει σε χαρτί την ξυλογραφία του θρανίου. Και να, στο φίνο γιαπωνέζικο χαρτί αποτυπώνεται η ματιέρα του χρόνου, χαρακιές και νερά, κύματα και ψίθυροι… Η πιο λιτή, ίσως η πιο πλήρης έκφραση αυτής της δουλειάς.
Προχωράει. Το αντικείμενο θρανιοσανίδα δεν πρέπει να μείνει ωμό: ζωγραφίζεται, σκαλίζεται, παίρνει μέσα του ενθέματα, αποκτά επιμέρους αφηγήματα, γίνεται ένα ζωγραφικό αφήγημα.
Φεύγει από το θρανίο. Κρατά μόνο μια ανάμνηση σχήματος, ή ούτε καν αυτό, μοναχά την αύρα του χώρου και του χρόνου. Ζωγραφίζει σε ξύλο συνήθως ή μουσαμά. Οι αφηγήσεις γίνονται όλο και πιο σύνθετες. Ο Στεφανάκις μιμείται την παιδική-σχολική γραφή, τα σκαλίσματα, τα γκράφιτι, την εικονογραφία της σχολικής ζωής στα χρόνια του '50 και του '60, αναπαράγει ένα σύμπαν εικόνων που συνήθως χρησιμοποιείται για την παραγωγή γραφικότητας. Μα ο Στεφανάκις δε νοσταλγεί απλώς. Δεν εικονογραφεί νοσταλγικά το εξωραϊσμένο παρελθόν. Πρωτίστως αλγεί, πονά, με την απώλεια του τέτοιου χρόνου. Πονά για την απώλεια της ελευθερίας, του παιχνιδιού. Γι' αυτό ειρωνεύεται την ευταξία, την ηθικολογία, τις παραινέσεις. Το ματωμένο γόνατο είναι η απάντηση στην τάξη· το γκράφιτι είναι η απάντηση στην καθαριότητα.
Και ζωγραφίζει. Η ζωγραφική είναι η απάντησή του στο χρόνο, στην απώλεια, στη μεταμόρφωση. Πώς ζωγραφίζει; Αναπαρασταίνει. Η ζωγραφική του είναι αναπαραστατική αισθήσεων. Είναι εύληπτη, ευανάγνωστη, μα είναι και πυκνή και πολύσημη. Και είναι κυρίως φτιαγμένη με μεγάλη φροντίδα, με εξάντληση κάθε τεχνικού μέσου, με τον τρόπο των Παλαιών Δασκάλων, για να πετύχει χρωματικά υπόβαθρα, οπτικές ψευδαισθήσεις, αφηγηματικές ανατροπές. Σύμφωνα με το δικό μου μάτι, όσο πιο αφαιρετικός και ζωγραφικός είναι, τόσο πιο καίριος. Όσο πιο στοιχειώδης, τόσο πιο πλούσιος. Αλλά η δεσπόζουσα σε αυτή τη δουλειά του Στεφανάκι είναι η ζωγραφική με τον τρόπο των Παλαιών Δασκάλων, για να ειπωθεί το διαρκώς επανερχόμενο, το πάντα παρόν: ο χρόνος ο χαμένος, ο μηδέποτε ξανακερδισμένος.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΞΥΔΑΚΗΣ
29.11.2003
Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΚΔΟΧΗ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ
Μια άλλη διάσταση επιχειρεί να δώσει στην εικαστική δουλειά του ο Γιάννης Στεφανάκις, αν και φέρει πάλι σε πρώτο πλάνο, την αποκαλούμενη «ουτοπική πολιτεία» του, όπως αποσπασματικά την έχουμε ήδη δει στη ζωγραφική του. Σ' αυτήν την πολιτεία, όπως τουλάχιστον εκείνος την ονειρεύεται, συνυπάρχουν ξανά οι άνθρωποι με τα ζώα, οι απρόσωπες πολυκατοικίες με τα δέντρα, ο ρομαντισμός του φεγγαριού με τα ρεαλιστικά σύγχρονα γκράφιτι. Γυμνοί άνδρες και γυμνές γυναίκες περιφέρονται έκθετοι στα αφιλόξενα τοπία του ζωγράφου, επιδεικνύουν τη μοναξιά τους, λες και θέλουν έμμεσα να μιλήσουν για την έλλειψη επικοινωνίας, τις συνθήκες κρίσης που βιώνουν σε όλα τα επίπεδα της ζωής τους. Όλα συμβαίνουν κάτω από έναν σχεδόν φλεγόμενο ουρανό. Οι συνδυασμοί του κόκκινου με το γαλάζιο που κυριαρχούν στους περισσότερους πίνακες, μεταδίδουν μια εσωτερική ένταση στα σώματα, που ο ζωγράφος τα εικονίζει πλέον ρεαλιστικά κι αυτό αποτελεί ένα νέο, πρόσθετο στοιχείο στη δουλειά του. Ο πρωτοεμφανιζόμενος ρεαλισμός συνυπάρχει με την γνωστή μας υπερρεαλιστική ζωγραφική, τη ναῒφ εικονογραφία, τον ιδιότυπο εξπρεσιονισμό, στοιχεία που ήδη έχουν εξασφαλίσει στον δημιουργό την κατάκτηση μιας προσωπικής εικαστικής σφραγίδας.
Οι γυμνές ρεαλιστικές ανθρώπινες φιγούρες θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο σ' αυτή την ενότητα δουλειάς του Γιάννη Στεφανάκι. Τα σώματα είναι καλοσχεδιασμένα και εικονίζονται χωρίς όγκο. Γυναίκες με έντονα χαρακτηριστικά, έκπληκτα μάτια και συχνά συνοφρυωμένο πρόσωπο, άνδρες- τις περισσότερες φορές- σε μοναχική πορεία ζωής και δημιουργίας, αποτελούν τον σύγχρονο εικαστικό του κόσμο. Κανείς από τους ήρωές του δεν κοιτάει τον άλλο κατάματα. Όλοι τους λες κι αναζητούν έναν άλλο κόσμο, μιαν άλλη αλήθεια, μια καθημερινότητα χωρίς περιορισμούς, αυτούς που βάζουν τα έστω και τσακισμένα stop της τροχαίας, τα οποία παρατηρούμε διάσπαρτα εδώ κι εκεί.
Μια γυναίκα ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση σ' ένα άδειο δωμάτιο, κοιτάζει έντονα τα κουβάρια με τους μίτους της, ως άλλη Αριάδνη ή Πηνελόπη. Τι να σημαίνει άραγε η λέξη λάθως που αιωρείται στον τοίχο του δωματίου- και κατ΄επέκταση στους αθηναϊκούς δρόμους ή αλλού; Μήπως δεν πρέπει να κάνουμε όσα αναγκαστικά μας έμαθαν; Μήπως η ανορθογραφία πυροδοτεί την αντίδραση γι' αυτόν τον περίεργο και ρευστό κόσμο που μας έλαχε να ζούμε; Πολλά τα ερωτηματικά που ξεπερνούν τη σχέση θεατή/έργου τέχνης, προκαλώντας αμφίσημα συναισθήματα στον οποιοδήποτε, τροφοδοτούμενα πάντα από τον ανήσυχο καλλιτέχνη. Εμμέσως πλην σαφώς, διαπιστώνουμε μια απόπειρα επικοινωνίας ανάμεσα σε ζωντανούς ανθρώπους, που παρατηρούν τα τεκταινόμενα γύρω τους.
Σε άλλο έργο του μεταφέρει τη φράση από ένα άλλο γκράφιτι: «Θέλω να μ' αγαπήσεις… έστω το μισό απ' ό,τι σ' αγαπώ εγώ». Φράση-πρόκληση ανάμεσα σε ανθρώπους που συναντώνται χωρίς να βλέπονται, που αν τους προσέξεις, με την πρώτη ματιά διατρανώνουν τη μοναξιά και τη μιζέρια τους. Πού βρίσκεται αλήθεια ο έρωτας στη σύγχρονη εποχή, στην οποία αμφισβητούνται οι ιδέες, η οικογενειακή και κοινωνική συνοχή, ενώ η οικονομική δυσπραγία καθιστά τα πάντα δύσκολα; Ο ευρών αμειφθήσεται.
Αυτό όμως που αποτελεί έκπληξη για τον θεατή, είναι η απεικόνιση του ίδιου του καλλιτέχνη – για πρώτη φορά – σε δύο έργα του. Εικονίζει τον εαυτό του την ώρα της ζωγραφικής πράξης. Καθώς το μοντέλο ποζάρει κι εκείνος ολοκληρώνει τη σύνθεση, γύρω του συνυπάρχουν όλα τα σύνεργα της δουλειάς του. Δημιουργεί ένα χώρο μέσα στον χώρο ή επινοεί δύο διαφορετικούς χώρους στο ίδιο τελάρο, για να δηλώσει την παρουσία του. Αυτό το εικαστικό παιχνίδι δεν είναι τίποτε άλλο από μια ενσυνείδητη προσπάθεια, να φύγει από το περίκλειστο περιβάλλον της τέχνης και να «γειωθεί» στην πραγματικότητα της ζωής.
Το θέμα «ο ζωγράφος και το μοντέλο» έχει απασχολήσει πολλούς καλλιτέχνες ήδη από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα, όπως και πολλούς ιστορικούς τέχνης που έχουν αποτολμήσει διάφορες ερμηνείες. Άλλωστε, η θέαση κάθε πίνακα εμπεριέχει το στοιχείο του προσωπικού βιώματος ανάλογα με την εποχή τόσο της δημιουργίας του όσο και της προσέγγισής του. Μια ερμηνεία σχεδόν κοινά αποδεκτή, θέλει τον κάθε καλλιτέχνη, σαν να επιχειρεί να ανοίξει έναν διάλογο αρχικά με το μοντέλο του και έπειτα με τον ίδιο τον θεατή. Η αμφίδρομη σχέση ζωγράφου και μοντέλου, εμπλέκει τα δύο μέρη σε μια ψευδαίσθηση διάρκειας. Ο ζωγράφος γίνεται μάρτυρας και ταυτόχρονα μέρος της σκηνικής δράσης. Η αφήγηση εισβάλλει στον χώρο της παρατήρησης, εισάγοντας μια μορφή μυθοπλασίας, που εμπεριέχει το πραγματικό και το φανταστικό στοιχείο. Είναι σαν να επιθυμεί να καταθέσει την προσωπική του οδύνη την ώρα της δημιουργίας. Αυτό κι αν είναι ένα στοιχείο ρεαλισμού. Ξεφεύγει από το ονειρικό περιβάλλον της σύνθεσης και επιβάλλει στον εαυτό του να αναφερθεί στη δράση. Υποσυνείδητα φέρνει στην επιφάνεια την υπαρξιακή μοναξιά του, την αγωνία του να μεταφέρει στον καμβά τις «ψυχοφθόρες» ιδέες του, να αποθέσει όλες τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες του, ό,τι τον κατατρέχει. Δίνει σάρκα και οστά στον δημιουργό, έτσι όπως δεν θα τον δει ποτέ ο θεατής, με τα ρούχα του εργαστηρίου, ανακατεμένο στα χρώματα, με την παλέτα στο αριστερό του χέρι. Αυτόν που είναι αναγκασμένος να παλεύει ολομόναχος όχι μόνο για την τέχνη του αλλά και τη ζωή του ολόκληρη. Το φανταστικό στοιχείο της εικαστικής σύνθεσης υποτάσσεται στον πραγματικό κόσμο του καλλιτέχνη, που είναι τελικά πολύ πιο σύνθετος και περισσότερο απαιτητικός.
Στο σύνολό της η τωρινή δουλειά του Γιάννη Στεφανάκι θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια αυτοβιογραφική ιστορία. Η σχέση με τη φύση, η εξέλιξη της ζωής, η σχέση των δύο φύλων, η αμφιβολία για τη διαβίωση στις σύγχρονες πόλεις, η συμβολική σχέση των ζώων με τους ανθρώπους, η μοναξιά του καλλιτέχνη και όχι μόνο, αποτελούν τους βασικούς άξονες της δουλειάς του. Μια παρόμοια θεματική μπορεί να απαντάται και σε προηγούμενα έργα του, μόνο που τώρα βάζει νέα στοιχεία, τεχνικά περισσότερο ρεαλιστικά, που δίνουν στα αιτούμενά του, τα καλλιτεχνικά και τα ανθρώπινα, περισσότερη πειστικότητα.
Καλλιτεχνικά η δουλειά του Στεφανάκι μοιάζει με ένα παλίμψηστο εννοιών και τεχνικών. Η υπερρεαλιστική γραφή λειτουργεί ως εικαστικό σχόλιο, η τολμηρή φαντασία δίνει ποιητικές διαστάσεις στο έργο, το μεταφυσικό στοιχείο που αναπτύσσεται, όπως και ο συμβολισμός, αποτελούν στην ουσία μια αναφορά στο παράλογο, που κυριαρχεί τόσο στην καλλιτεχνική όσο και στην πραγματική ζωή. Επιπλέον, τα έντονα εξπρεσιονιστικά στοιχεία που αναφύονται στη δουλειά του, φτάνοντας συχνά έως και την παραμόρφωση, δίνουν συνολικά στο έργο του έναν εκρηκτικό χαρακτήρα και δεν αποτελούν τίποτε άλλο από μια άλλη όψη της πραγματικότητας, που φαίνεται ιδιαίτερα να τον απασχολεί. Ο Στεφανάκις, μ' ένα λιτό και απέριττο εικαστικό λόγο, αυθεντικά λαϊκό μερικές φορές, υποδόρια πολιτικό, φαίνεται να αντιπαλεύει με τα δαιμόνια τόσο της τέχνης όσο και της ζωής. Κι αυτή η πάλη, τουλάχιστον για τον θεατή, είναι θετική και ελπιδοφόρα.
Πέγκυ Κουνενάκη
Κριτικός Τέχνης, Δημοσιογράφος, Συγγραφέας
Φεβρουάριος, 2018
Η ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΉΣ ΜΈΣΑ ΑΠΌ «ΤΟ ΠΑΡΆΘΥΡΟ ΤΗΣ ΕΙΚΌΝΑΣ» ΤΟΥ ΓΙΆΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΑΚΙ
H ιστορία της τέχνης έχει πια κάνει θεμιτή την αναγνώριση της ζωγραφικής σε πολλές και πολλαπλές καταστάσεις γραφής, καταγραφής, μεταγραφής, ακόμη και παραγραφής κάποιου από τα διάφορα και πολυάριθμα πρότυπα, που αντιπροσωπεύουν τη μακραίωνη ιστορία της εικαστικής έκφρασης.
Η αποδέσμευση του καλλιτέχνη από την αποκλειστική του σχέση με το τελάρο κοντεύει να κλείσει τώρα έναν αιώνα. Το τελάρο, η επίστρωσή του με χρώμα και φόρμα, η χρησιμοποίηση των παραδοσιακών ζωγραφικών υλικών για τη δημιουργία ενός πλασματικού ανοίγματος στο φυσικό χώρο, βασισμένου σε κάποιους από τους αυθαίρετους κανόνες της ιστορίας, φαίνεται να μην έχει πια κάτι το νεότερο ή ζωτικής σημασίας να προσθέσει στη συζήτηση γύρω από την κατάσταση της τέχνης, μέσα στο σύγχρονο πολιτισμό. Συζήτηση, πού έχει ανοίξει πρόσφατα, μόλις εδώ και οχτώ δεκαετίες, περίπου, και πού γι' αυτό, σίγουρα, έχει μπροστά της ένα μακρύ μέλλον, ίσως ανάλογο με το χρονικό διάστημα, πού έζησε η ζωγραφική πράξη από τις σπηλιές του Lascault μέχρι τον εξπρεσιονισμό. Ξέρουμε πια ότι το αξίωμα περί της νομιμότητας της ζωγραφικής, ως μέσου εικαστικής έκφρασης, είναι εξ' ίσου έκπτωτο όσο το αξίωμα της κατάργησής της. Αντίκρυ στον τεράστιο πληθυσμό από μέσα έκφρασης, πού έχουν εμφανιστεί στην ιστορία του πολιτισμού της υφηλίου, αρχαίας και νεότερης, δυτικής και ανατολικής, η προτίμηση ή υποστήριξη κάποιας από αυτές τις εκφραστικές αξίες είναι υπόθεση καθαρά υποκειμενική. Ο καλλιτέχνης, όμως, όπως και ο κριτικός – όπως άλλωστε και κάθε άνθρωπος – δεν μπορούν να πουν την αλήθεια, παρά μέσα από την υποκειμενική σχέση με τον κόσμο.
Η πρόκληση, γι' αυτό, που αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει ο καλλιτέχνης αυτού του αιώνα δεν έχει να κάνει με την επιλογή του μέσου, δηλαδή, με τον περιορισμό της αλήθειας σ' ένα μέσο, αλλά με την επιλογή της συγκεκριμένης αντίληψης του Κόσμου ανάμεσα από την πληθώρα των δεδομένων αντιλήψεων, που περιβάλλουν τον κόσμο της γνώσης.
Σήμερα, τα δεδομένα έχουν επαυξηθεί. Η ζωγραφική σαν πράξη μετάπλασης της πραγματικότητας, θεωρείται και αυτή σαν ένα από τα δεδομένα. Έτσι, μεταπλάστηκε και αυτή σε μια καθαρά νοητική υπόθεση, με την οποία ο καλλιτέχνης δεν μπορεί παρά να αναπτύξει μια προσωπική σχέση, μεταφυσική. Με μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό συνείδησης αυτής της κατάστασης, ο σύγχρονος καλλιτέχνης, από τη στιγμή της αρχικής του διάπλασης, βρίσκεται, ακούσια-εκούσια, μέσα στο δίλημμα της αποδοχής ή απόρριψης τόσο της παραδοσιακής αντίληψης της ζωγραφικής όσο και της καθαρά νοητικής σχέσης με αυτήν. Και όσο βαθύτερα προσπαθεί να ερευνήσει αυτό το πρόβλημα, τόσο αναγνωρίζει ότι είναι πια αδύνατο να αποδεχθεί ή να απορρίψει εξ' ολοκλήρου μια από τις δυο της εκδοχές.
Η επανεμφάνιση της ζωγραφικής μέσα από τα κινήματα του μεταμοντερνισμού δεν υπήρξε ποτέ μια επιβεβαίωση ή επικύρωση της αξίας της ζωγραφικής καθ' εαυτής, αλλά αποτέλεσε μια πράξη ισοπέδωσης της έννοιας της προόδου, σύμφυτης με την αντίληψη της πρωτοπορίας, σε σχέση με άλλες παλαιότερες αξίες. Ήτανε γι' αυτό, ταυτόχρονα, και πράξη ισοπέδωσης της ζωγραφικής σε σχέση με την αισθητική αξία της πλαστικής έκφρασης. Γεγονός και κατάσταση που υπογράμμισαν, στην ουσία, τη δημιουργικότητα της καλλιτεχνικής πράξης πέρα από τα όρια της αισθητικής αξίας του μέσου. Κάτι, πού λίγο έγινε αντιληπτό, την περίοδο εκείνη, από διάφορους αναβιωτές και υποστηρικτές της ζωγραφικής του τελάρου.
Η ζωγραφική του Γιάννη Στεφανάκι διαπλάστηκε μέσα στο κλίμα εκείνης της περιόδου. Πιστός οπαδός της ζωγραφικής παράδοσης, εκδήλωσε από τα πρώτα του ώριμα έργα, ένα έντονο ενδιαφέρον για την ενέργεια της ύλης μέσα από τη συμπύκνωση του χρώματος. Γι' αυτό, η «ματιέρα», σαν μια από τις κλασικές αξίες της μοντέρνας ζωγραφικής, υπήρξε ό δρόμος πού ερεύνησε για να οδηγηθεί στη γραφή του δικού του κόσμου.
Μια πλούσια παραγωγή από τελάρα, πού οι επιφάνειες τους χτίζονταν από το χρώμα, την κόλλα, το χώμα, τη φωτιά και άλλα υλικά, υποδέχονταν τις χρωματικές αξίες και την πλαστική γλώσσα της ύλης σαν συμπρωταγωνιστές ενός παιχνιδιού ταυτόχρονης αποκάλυψης και απόκρυψης ενός εσωτερικού διλήμματος: βρίσκεται η αξία της ζωγραφικής πάνω στην έκταση της χρωματικής της ανάπτυξης και της μορφολογικής της σύνθεσης, ή μέσα στη συγχώνευση της υλικής υπόστασης της ζωγραφικής με την πνευματική ενέργεια του καλλιτέχνη, που μπορεί να συμπυκνωθεί απεριόριστα μέχρι της δημιουργίας μιας ελάχιστης και συνάμα απόκρυφης εικόνας;
Το ερώτημα αυτό διατυπώθηκε, στη συνέχεια, με ακόμη σαφέστερο τρόπο στη σειρά των έργων, πού ο ίδιος αποκάλεσε κουτιά-παιχνίδια. Μέσα σε κουτιά μικρών διαστάσεων, ο Γιάννης Στεφανάκις αρχίζει, πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, μια άσκηση συσπείρωσης της χρωματικής και υλικής ενέργειας, των κύριων δηλαδή στοιχείων, που δομούσαν το δικό του εικαστικό κόσμο. Όσο τα στοιχεία αυτά συμπυκνώνονταν, τόσο ενισχυόταν η εικόνα της ζωγραφικής. Σταδιακά, μέσα από αυτήν τη διαδικασία, ο Γιάννης Στεφανάκις, μετέτρεψε την κλασική αντίληψη του τελάρου από παράθυρο που ανοίγει από τα μέσα προς τα έξω σε άνοιγμα από τα έξω προς τα μέσα, προς το μυστικό κόσμο της ίδιας της ζωγραφικής.
Ο κόσμος αυτός, ερμητικά κλεισμένος, προφυλαγμένος από τον κόσμο των εικόνων του σύγχρονου εξωτερικού περιβάλλοντος, δηλώνεται, σήμερα από τον Στεφανάκι, σαν ένα σήμα αντίστασης μέσα στην απεραντοσύνη της ουδετερότητας, πού επιβάλλει ό σύγχρονος πολιτισμός.
Πέρα από την Καρτεσιανή διτότητα, που κυριάρχησε σαν αρχή για την επιλογή μεταξύ του υποκειμενικού και του αντικειμενικού στοιχείου, μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου, ο Γιάννης Στεφανάκις, με τη σημερινή του δουλειά, έρχεται να υπενθυμίσει ότι δεν μπορείς να ζήσεις μέσα στη διάσπαση του όλου, ούτε να υποδύεσαι ένα δημιουργικό ρόλο, χωρίς να δίνεις θέση στην εναλλαγή προτεραιοτήτων, πού επιφέρει ή πορεία του πολιτισμού, στο διηνεκές.
Τα τελάρα του Γιάννη Στεφανάκι είναι σήμερα κουτιά, ουδέτερες επιφάνειες, λογικές περιοχές καθορισμένες από τη ρασιοναλιστική τους δομή, όπου μέσα τους, όμως, ελλοχεύει πάντα ή εικόνα της αυθαίρετης χειρονομίας, πού συμπυκνώνει την ύλη και το χρώμα σε απεριόριστο βαθμό ενέργειας.
Η ζωγραφική δεν αποκλείεται σαν υπόθεση, αλλά θυσιάζεται ή έκτασή της. Με αυτόν τον τρόπο, ο Γιάννης Στεφανάκις καταφέρνει να διατυπώσει με μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα ότι η Τέχνη είναι θέμα προτεραιοτήτων. «Η Αρχή της θυσίας» είχε εύστοχα αναλύσει ό ιστορικός και φιλόσοφος της Τέχνης, Ε. Η. GOMBRICH, «επιτρέπει και υπαινίσσεται την ύπαρξη πολλαπλών αξιών. Αυτό που θυσιάζεται αναγνωρίζεται σα μια αξία, παρ' όλο που υποχωρεί αντίκρυ σε κάποιαν άλλη, που προβάλλει προτεραιότητα».
Στα τελευταία έργα του Στεφανάκι, δίδεται προτεραιότητα στην ουδετερότητα του μέσου ή στην εκφραστικότητα της ζωγραφικής πράξης; Ευτυχώς, η απάντηση δεν απασχολεί τον ίδιον.
Τα «Παράθυρα της Εικόνας» αποκαλύπτουν μόνο την ξεκάθαρη δήλωση ότι στην Τέχνη σήμερα προτεραιότητα επιζητά κάθε πράξη, που αναζητά να θυσιάσει το προφανές έναντι του αφανούς. Η θυσία της ζωγραφικής δεν είναι παρά η επιβεβαίωση της αξίας της εικαστικής γλώσσας και, παράλληλα, η διαφύλαξη της άσπιλης μνήμης της απέναντι στον κίνδυνο εκχυδαϊσμού της εικόνας της.
ΕΦΗ ΣΤΡΟΥΖΑ
Ιστορικός και κριτικός τέχνης
Κείμενο Καταλόγου
Από την έκθεση στην γκαλερί «3», 1993 (Αθήνα)
Ruben Forni (Βρυξέλλες), χώρος τέχνης Αριάδνη (Ηράκλειο, Κρήτη) και 1984 «Πολύεδρο» (Πάτρα)
Κωνσταντίνος Καβάφης
Τάσος Λειβαδίτης/Χαρακτικό σε λινόλεουμ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ
Ο Γιάννης Στεφανάκις σχολιάζει την κατάσταση της σύγχρονης τέχνης όπως εκείνος τη βιώνει στο τέλος του αιώνα μας, στη διαδικασία του είναι – δεν είναι, φαίνεται – δε φαίνεται. Οι δικές του αξίες και η παιδεία του καθιστούν αδιασάλευτη την πίστη στη ζωγραφική, από την άλλη η εμπειρία και κυρίως το βίωμα τον προτρέπουν να αναζητά και να προσθέτει τη δική του προσωπική σχέση με το μεγάλο "κόσμο".ΤΑ ΚΟΥΤΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΑΚΙ, ΜΕΤΑΛΑΣΣΟΜΕΝΑ ΣΕ ΟΘΟΝΕΣ, ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΣΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Η ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΑΚΙ
Όλα στο φως/Λάδι σε μουσαμά
Στου δρόμου το κενό αφέθηκε/Λάδι σε μουσαμά
Φλεγόμενη σκιά