Scroll Top

Ζαχαρίας Κατσακός: Κική Δημουλά: μία ανάγνωση της ποίησης και της ποιητικής της

   Σε αυτό το κείμενο επιχειρείται μία αξιολογική και, κατά το δυνατόν, συνθετική προσέγγιση της λειτουργίας των πιο σημαντικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν, κατά τη δική μου αντίληψη, την ποίηση και την ποιητική της Κικής Δημουλά.
Οι έννοιες φθορά, απώλεια και λήθη, σημεία με έντονα αισθηματικά φορτία στην ποίηση της Δημουλά, δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν συγκινησιακά χωρίς τις συμπληρωματικές ποιητικές έννοιες «χρόνος» και «θάνατος» (Διδακτική ύλη, από την ποιητική συλλογή Χλόη θερμοκηπίου, 2005, Oblivion Beach, από την ποιητική συλλογή Το τελευταίο σώμα μου, 1981 και Δώρον άδωρον, από την ποιητική συλλογή Χαίρε Ποτέ, 1988). Οι ποιητικές αυτές έννοιες υπάρχουν σχεδόν στο σύνολο του έργου της ποιήτριας και οργανώνουν πυρήνες αισθήσεων και αισθημάτων που επιδιώκουν να μεταβάλουν το βίωμα σε «κατάσταση». Για τον λόγο αυτό η ποίηση της Δημουλά είναι και ποίηση ανθρώπινων καταστάσεων.
Όλα εκκινούν από τον χρόνο και καταλήγουν στον θάνατο. Ο χρόνος, στην ποίηση της Δημουλά, είναι ταυτοχρόνως μνήμη και βίωμα. Ο θάνατος, ενώ δεν περιγράφεται και δεν προσδιορίζεται ως ποιητική ιδέα, είναι παρών ως κλίμα και ατμόσφαιρα, ως συνθήκη αναφοράς και αφαιρετικό ποιητικό κατηγόρημα. Είναι όμως και ποιητική μάσκα ή «persona». Για τον λόγο αυτό και το ειρωνικό υπόστρωμα των στίχων της Δημουλά απηχεί σχεδόν πάντα μια ηχώ, ένα είδος ή νύξη «ένδοξης ματαιότητας». Δεν μιλά, εν προκειμένω, το ποιητικό υποκείμενο, αλλά η ηχώ της φωνής του. Είναι μία «μάσκα» για να γίνει οργανικό μέλος της συγκίνησης η ειρωνεία.Με άλλα λόγια, ενώ δεν υπάρχει ποιητική persona ως μία από τις φωνές της ποιήτριας, υπάρχει ποιητική persona ως μία από τις φωνές του στίχου. Αυθύπαρκτη και αυτόνομη.
Οι έννοιες φθορά, απώλεια και λήθη, αλλά και τα συμπληρωματικά τους που είναι «χρόνος» και «θάνατος», ορίζουν δύο διακριτές και σημαντικές ποιητικές δομές: την προσωπική και εκείνη με τις ιστορικές αναφορές και συμφραζόμενα. Στην προσωπική δομή το ποιητικό υποκείμενο ουσιαστικά παράγει τον προσωπικό ή ατομικό μύθο μέσα από το βίωμα, μέσα από τη σχέση του με τα πράγματα και τις καταστάσεις της ζωής, από στιγμιότυπα και αναφορές, εικόνες και ποιητικά σχόλια. Ο ατομικός μύθος της ποιήτριας είναι μία ειρωνική (Καρυοθραύστης ή ωριμότης, από την ποιητική συλλογή Χαίρε Ποτέ) και ενίοτε σατιρική και παρωδιακή (Γας Ομφαλός, από την ποιητική συλλογή Χαίρε Ποτέ) μεταμόρφωση της πραγματικότητας, μέσα από την οποία το ποιητικό υποκείμενο «αποφαίνεται» -στο σύνολό της η ποίηση της Δημουλά δεν είναι παρά μία ποιητική απόφανση- για τις αιχμηρές σχέσεις του ατόμου με τη «δομημένη» πραγματικότητα, με τον εσωτερικό και τον αστικό περιβάλλοντα χώρο (Σημείο αναγνωρίσεως, από την ποιητική συλλογή Το λίγο του κόσμου, 1971). Ενίοτε δραματοποιείται υπέρογκα το αίσθημα, άλλοτε συνομιλεί με τη γυναικεία ταυτότητα, ενώ άλλες φορές αναδεικνύεται η ψυχογραφία του εγκλεισμού. Επινοούνται, επίσης, αναλογίες με σχήματα και δομές του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου που λειτουργούν πρώτιστα ως λογοτεχνικές μεταφορές. Αυτές αισθητοποιούνται με την οργανική μείξη και εναλλαγή της αναφορικής γλώσσας. Το ποιητικό υποκείμενο, τέλος, αυτοπαρατηρείται και αυτοσημαίνεται. Στον βαθμό που επιχειρείται, επίσης, μία κριτική αποτίμηση του ποιητικού εαυτού (του ποιητικού εγώ), η ποιήτρια προσπαθεί να ανατρέψει την ισχύουσα εσωτερική όραση, μελετά και προσεγγίζει τον εαυτό ως εξωτερικό σημείο αναφοράς. Για τον λόγο αυτό η ποίησή της φαίνεται να είναι πολλές φορές αποστασιοποιημένη από κάθε εσωτερικό αίσθημα.
Στα ποιητικά κείμενα με τις ιστορικές αναφορές και συμφραζόμενα, η ποιήτρια εκκινεί από την αρχαία ελληνική και ορθόδοξη παράδοση για να διατυπώσει εκ νέου θραύσματα του ελληνικού μύθου. Στα ποιήματα αυτά πιστεύω ότι μνημειώνεται μία ιδιότυπη αφηγηματική εκφορά. Οι «ιστορίες» που πλάθει η Δημουλά ή οι νησίδες που εμπεριέχουν τον μύθο δεν είναι παρά μικρές παρωδιακές μεταμορφώσεις της πραγματικότητας. Το ποιητικό υποκείμενο μεταγράφει την παράδοση σε μία αφήγηση κατά την οποία όλα εκπίπτουν από το δυναμικό περιεχόμενό τους. Απομυθοποιείται η ιστορική βάση, καταρρίπτεται ακόμα και η ίδια η γλώσσα που γεννά τον μύθο. Ο χρόνος μετατοπίζεται πότε από το παρελθόν στο παρόν και αντιστρόφως, το τοπίο απογυμνώνεται από κάθε ιστορική σύμβαση και μεταμορφώνεται σε σύγχρονη ανάμνηση, σε μνήμη του ήδη παρελθόντος.
Η ποιητική αυτή απομυθοποίηση, συρρίκνωση, και απίσχνανση συντελείται μέσα από το περιεχόμενο -γενικότερα- των εννοιών θνητότητα και φθορά. Ο μύθος είναι θνητός, η γλώσσα, επίσης. Τόσο η προσωπική όσο και η ιστορική διατύπωση των ποιητικών μορφών εμπεριέχουν το μυστήριο του θανάτου. Η ποιήτρια ουσιαστικά σε κάθε ποιητική της απόφανση θρηνεί, πενθεί το ήδη φθαρμένο, πενθεί τον ίδιο το θάνατο. Έτσι, τα ποιήματά της δεν είναι παρά ποιητικές όψεις μιας τελετουργίας θανάτου.
Η μετασυμβολιστική και μεταϋπερρεαλιστική αυτή ρητορική δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο αν δεν ήταν ικανή να διατυπώσει υπαρξιακά ερωτήματα. Έτσι, το ποιητικό υποκείμενο οδηγεί τα ποιητικά φορτία στα πιο σκοτεινά μέρη της συνείδησης. Η ύπαρξη ως έννοια στην ποίηση της Δημουλά δεν είναι μόνον η βασανισμένη ανθρώπινη ψυχή. Είναι μία καθολική έννοια – εξεικόνιση της πραγματικότητας (Η ελπίδα, Ι, Στην ελπίδα, ΙΙ, Από την ελπίδα, ΙΙΙ, από την ποιητική συλλογή Τα εύρετρα, 2010), μέσα στην οποία συναιρούνται πράγματα και καταστάσεις, ύλη και πνεύμα (Μην εμπιστεύεσαι ούτε την ψυχή σου, από την ποιητική συλλογή Χλόη θερμοκηπίου), μνήμη και βίωμα, εσωτερικός και εξωτερικός χώρος. Η ίδια η ύπαρξη αποτελεί μία μελέτη του όντος, μία μεταφυσική του ρεαλισμού που οδηγεί σε μία ποιητική οντολογία. Η ύπαρξη στην ποίηση της Δημουλά είναι θραύσματα, όψεις και σχισμές της συνείδησης.
Η ποιήτρια εκλογικεύει τη συγκίνηση, προσπαθεί να διαπιστώσει πώς αυτή γίνεται αδιαίρετο στοιχείο της ύπαρξης. Για τον λόγο αυτό επιδιώκει να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η συνύπαρξη ακραίων βεβαιοτήτων μέσα από τη ζεύξη αντίθετων και αφηρημένων λεκτικών και άλλων γλωσσικών συνόλων. Επιχειρεί, λοιπόν, έναν γλωσσικό μετασυμβολισμό, μία μεταγλώσσα που λειτουργεί πρώτιστα ως σύμβολο. Η εκφορά της, ενίοτε επιτυχής, άλλες φορές λιγότερο, προσδιορίζει και ένα από τα πλέον σημαντικά χαρακτηριστικά της ποίησης και της ποιητικής της που θα ονόμαζα ποιητικό «γλωσσικό υπαρξισμό». Η γλώσσα που δημιουργεί η Δημουλά, πληθωρική και νευρώδης, είναι γλώσσα μέσα στην οποία η υπαρξιακή οντολογία γίνεται μυθολογία της ανθρώπινης συνείδησης (Ακαιρία, από την ποιητική συλλογή Το τελευταίο σώμα μου). Υπό αυτή την έννοια στο ποιητικό σύμπαν της Δημουλά η συγκινησιακή αυτή μεταγλώσσα γίνεται μορφή της ανθρώπινης συνειδητότητας μέσα στην οποία όλα συναιρούνται και όλα ανατρέπονται ή κατεδαφίζονται.
Η ιδιότυπη αυτή λειτουργία εμπεριέχει ένα δυναμικό σύνολο ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών όπως για παράδειγμα αμφισημίες, αξιολογικές ετεροπροσωπίες, ακραίες εκδοχές μετωνυμίας, γλωσσικά και συντακτικά ασύμβατα, καθώς και ζεύξεις λέξεων με αιφνίδιους και απρόβλεπτους συσχετισμούς. Τα στοιχεία αυτά διαμορφώνουν εν πολλοίς μία γλώσσα που μοιάζει να είναι κατασκευασμένη, έντονα εγκεφαλική κάποιες φορές, ενίοτε εξεζητημένη και αρκετές φορές επαναλαμβανόμενη. Το σημειακό αυτό σύστημα, πράγματι, οδηγεί στη σκέψη ότι η ποίηση της Δημουλά είναι μία «κατασκευή» που αντίκειται ή αντιτίθεται σε μία φυσική γλώσσα χωρίς ισχυρά στοιχεία προφορικότητας. Παρ’ όλα αυτά η λειτουργία αυτή είναι ένα αδιαχώριστο συστατικό της ποιητικής της ταυτότητας, ενώ η ποίησή της δεν μπορεί να προσληφθεί χωρίς αυτήν. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να μελετηθεί ο τρόπος και ο μηχανισμός με τον οποίο το σημειακό αυτό ποιητικό σύστημα που παρήγαγε η Δημουλά είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ποιητική συγκίνηση πράγμα που δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση την ποιότητα της κατάθεσής της στη νεοελληνική λογοτεχνία.