Scroll Top

Δέσποινα Παπαστάθη: Η Κική Δημουλά και το περιοδικό Ο Κύκλος

 

«Βάσει «των νόμων και περιορισμών»
του υπ’ αριθμ. τάδε πεπρωμένου…
Οκτώ η ώρα το πρωί,
έγγραφα, αντίγραφα εις τριπλούν
και εις μάτην.
Δέκα η ώρα το πρωί
ο ήλιος στο παράθυρο
«υπό του όρου και λοιπά»,
τους καίει στην περιέργειά του
και στην απροσεξία του
«κατ’ αύξοντ’ αριθμόν» οι τέφρες.
[…]
Δώδεκα η ώρα,
επίφοβη ώρα,
τα αγαπηθέντα «εκκρεμούν»,
και λέω
τώρα θα μεθύσει αυτός ο νόμος
και θα γίνει στίχος,
τώρα θα επέλθει το πρόσωπό σου
«κατά τα κεκανονισμένα» πάντοτε.
[…]
Δυόμιση η ώρα,
μετά μεσημβρίαν…
Βάσει του υπ’ αριθμ. τάδε πεπρωμένου
το πρωινό μας
«αποσβέσαμε», 

   παραδέχεται η Κική Δημουλά στο αυτοβιογραφικό ποίημα με τίτλο «Εφτά εργάσιμες μελαγχολίες» από την ποιητική συλλογή Επί τα ίχνη, 1963,[1] αποδίδοντας ποιητικά τη γραφειοκρατική καθημερινότητά της ως υπαλλήλου της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα «οκτώ από τα “ευδόκιμα” είκοσι πέντε χρόνια» [2] του εργασιακού βίου της ευνοήθηκε –όπως δήλωσε– να τα περάσει αποσπασμένη στο περιοδικό των υπαλλήλων της Τράπεζας, στον Κύκλο, η έκδοσή του οποίου «ήταν θέλημα θερμό της τότε Διοικήσεως της Τραπέζης υπό τους Ξ. Ζολώτα και Γ. Πεσμαζόγλου».[3]

   Ο Κύκλος ήταν μηνιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης –οικονομικές εκθέσεις και αναφορές, συνεντεύξεις, λογοτεχνικά κείμενα, σταυρόλεξα, κουίζ, λογοτεχνικοί και καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί με χρηματικά βραβεία και επαίνους, ζητήματα οργανωτικά που απέβλεπαν στη βελτίωση ενός τομέα της τραπεζικής εργασίας, κτλ.– και άρχισε να εκδίδεται τον Ιούλιο του 1961. Η έκδοσή του έρχεται να καλύψει ένα κενό επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης «που από καιρό είχε γίνει αισθητό»[4] ανάμεσα στις τρεις χιλιάδες υπαλλήλους της Τράπεζας, ενώ τα στοιχεία της ταυτότητάς του συνιστούν οι προγραμματικές αρχές, όπως αυτές διατυπώθηκαν στον πρόλογο του πρώτου τεύχους με τίτλο «Το περιοδικό μας».[5] Φιλοδοξία της συντακτικής επιτροπής ήταν να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς και πνευματική επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της τραπεζικής οικογένειας, είτε υπηρετούσαν στην πόλη ή στο μακρινό χωριό και κυρίως ανεξάρτητα από τη θέση του καθενός και τη βαθμολογική ιεραρχία της Τράπεζας.[6] Για την επιτυχία των υψηλών αυτών στόχων ήταν απαραίτητη η στενή συνεργασία του καθενός που

«πιστεύει στη σημασία της πνευματικής και της ψυχικής επαφής μεταξύ ανθρώπων που εργάζονται στο ίδιο ίδρυμα και μοχθούν για μια κοινή επιδίωξη», [7]

ενώ ο καθένας που θα συνέβαλε στην έκδοση του περιοδικού θα έπρεπε να έχει ως κίνητρο

«μιαν έφεση συνειδητή[8] προς αυτή την κατεύθυνση, και ως κριτήριο για τον καθορισμό του περιεχομένου τους την καλύτερη εξυπηρέτησή του».[9]Τότε μόνο θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί, σύμφωνα με τη συντακτική επιτροπή, ο σκοπός του, καθώς «παράλληλα και η έφεση για την επιτυχία του θα γίνεται κάθε μέρα και πιο συνειδητή– αν ο κάθε συνάδελφος, είτε επιστήμονας είναι, είτε λογοτέχνης, είτε καλλιτέχνης, αποφασίσει, από το πνευματικό του απόθεμα, να προσφέρει στους άλλους ό,τι καλύτερο μπορεί».[10]

   Συγγραφείς του περιοδικού ήταν οι υπάλληλοι της Τράπεζας, αλλά και όσοι είχαν οργανική σχέση με αυτήν και γι’ αυτό η κυκλοφορία του γινόταν κυρίως ανάμεσα στους ανθρώπους του κύκλου της. Τακτική συνεργάτιδα του Κύκλου ήταν η Κική Δημουλά (1931-2020), η οποία υπήρξε εκτός από χαρισματική ποιήτρια και ευρηματική πεζογράφος. [11] Τα καθήκοντά της είχαν οριστεί από τον υπεύθυνο του περιοδικού, τον Νάσο Δετζώρτζη, τον οποίο αναγνωρίζει ως δάσκαλό της, και ήταν να καλύπτει τις στήλες «Κυκλογραφήματα», «Παρακυκλικές διασημότητες», «Με το Κυκλοσκόπιο», «Θέματα του κύκλου μας».[12] Παράλληλα, δημοσίευε στο περιοδικό ποιήματα και διηγήματα. Η ποιήτρια δεν δίστασε να παραδεχτεί τη δυσκολία του εγχειρήματος, αφού στην υποχρέωσή της να γράφει ανελλιπώς κάθε μήνα, «έμπαινε σφήνα ο άγραφος μεν αλλά εποπτεύων όρος, η γλώσσα», η οποία όφειλε να είναι «γλώσσα και νόημα ελαφρού περιπάτου και όχι εκτίναξη σε εξωφρενισμούς που τους φοβάται η αντίληψη»,[13] ιδιαίτερα επειδή δεν την ενδιέφερε ο πεζός λόγος, αφού ήταν πρόσκαιρος και το μόνο που την ένοιαζε τότε ήταν «στρατιωτάκια–στίχους να στείλει στον πόλεμο της γραφής.[14] Ωστόσο, αν και το ενδιαφέρον αυτό ήταν εφήμερο, η ποικιλία των ειδών και η ενδιαφέρουσα ανομοιομορφία των κειμένων αποδεικνύουν περίτρανα το σπουδαίο συγγραφικό της τάλαντο, τη δεινότητα της γραφής, την οξυδέρκεια στην απόδοση των συναισθημάτων και των εντυπώσεων που της προκαλούσε η περιρρέουσα πραγματικότητα.
Τα πεζά κείμενα της Κικής Δημουλά ανήκουν σε μια ποικιλία μορφών και ειδών: ταξιδιωτικά κείμενα, in memoriam, στιγμιότυπα από την προσωπική αλλά και την εργασιακή καθημερινότητα της ποιήτριας με τη μορφή χρονογραφήματος ή σελίδας ημερολογίου ή ακόμη και έκθεσης πεπραγμένων, συνεντεύξεις από συναδέλφους ή προσωπικότητες της εποχής, εντυπώσεις από μουσικές ή θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής, κτλ., αμιγώς λογοτεχνικά κείμενα, όπως διηγήματα, τα οποία αποτυπώνουν τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, χαράσσοντας οδούς αυτοσυνείδησης. Η ματιά της χιουμοριστικά λοξή, στα όρια της ειρωνείας, αναδεικνύει και στον πεζό λόγο τον διαρκή προβληματισμό της για το εφήμερο της ανθρώπινης φύσης, την αθανασία ή μη της τέχνης, την ύπαρξη ή ανυπαρξία του Θεού, τον έρωτα ως επώδυνο βίωμα, τη φθορά των συναισθημάτων, αλλά και την ευγένεια του ήθους της, αφού δε δίστασε να αναγνωρίσει, να θαυμάσει και να σεβαστεί τα επιτεύγματα των τότε συναδέλφων της, όσο φαινομενικά ασήμαντα και αν είναι αυτά μέσα στην ακατάπαυστη ροή του χρόνου.
Η Κική Δημουλά στις στήλες του περιοδικού σκιαγραφεί την αθηναϊκή ζωή της δεκαετίας του ’60, τους δρόμους και τα σοκάκια της πόλης μαζί με την ανθρωπογεωγραφία της. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι κάτω από το παράθυρο του σπιτιού της αφηγήτριας, οι εργάτες μιας οικοδομής, ο φτωχός νεαρός λαχειοπώλης, η εργαζόμενη μητέρα, ο ταξιτζής, η νοικοκυρά που σιδερώνει και μονολογεί για το αδιέξοδο των συναισθημάτων και του γάμου της, ένα τυχαίο ζευγάρι στον θερινό κινηματογράφο, η γειτόνισσα μοδίστρα, οι αγαπημένοι νεκροί, καθώς και μια πληθώρα άλλων μορφών τοποθετημένες στον χώρο του γραφείου, στην πλατεία Συντάγματος, στην πλατεία Κυψέλης, στο Μουσείο Μπενάκη, στον Εθνικό Κήπο, στο σπίτι του πολυτάλαντου συναδέλφου από την Τράπεζα, στο πατρικό σπίτι, κτλ., συμπληρώνουν με την παρουσία τους το πολύχρωμο ψηφιδωτό του αθηναϊκού αστικού τοπίου της εποχής.
Έτσι, στο πεζό με τίτλο «Ανθοκομικά»[15] παρακολουθούμε ένα στιγμιότυπο από την καθημερινότητα της πόλης με αφορμή τον διάλογο της αφηγήτριας με τον ταξιτζή μια μέρα βροχερή:

«Πλησιάζω ένα ταξί:
—Είστε ελεύθερος;
—Ελεύθερος…
Μπαίνω, κάθομαι, ακούω:
—Αυτή είναι η τραγική ειρωνεία της τύχης, δεσποινίς μου, μαντάμ μου, δεν ξέρω τι είσθε… Διά το επάγγελμα είμαι ελεύθερος, εκατό φορές την ημέρα είμαι υποχρεωμένος να λέω ότι είμαι ελεύθερος, ενώ δυστυχώς στην πραγματικότητα είμαι παντρεμένος εδώ και δεκαπέντε χρονάκια με τη Βαγγελιώ…
Εγώ όχι που εθίγην για κείνο το «δυστυχώς», αλλά για να μην τον αφήσω να μονολογεί, απαντάω:
—Ναι, αλλά αν είναι καλή η Βαγγελιώ…
Αυτό ήταν.
—Να σας πω, δεσποινίς μου, μαντάμ μου, δεν ξέρω τι είσθε…
—Μαντάμ…
—…μαντάμ μου, είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη διεξαγωγή του γάμου ως τα σήμερα. […] Γιατί μόλις την παντρεύτηκα είπα στον εαυτό μου: «Σπυρέτο, πήρες ένα λουλούδι. Δε σου χρωστάει τίποτα να το μαράνεις». Γιατί για μένα, όπως δηλαδή το βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου, η γυναίκα είναι ένα λουλούδι, που άμα δεν το ποτίσεις, θα μαραθεί, αλλά και άμα το ποτίσεις πολύ, θα σαπίσει. […]
Βρέχει συνέχεια έξω, κι όλο δυναμώνει. Η Βαγγελιώ λέω πως θάναι τώρα πίσω από το τζάμι, και θάχει πιάσει ψιλή κουβέντα η πλήξη της με τη βροχή, πούναι έξω από το τζάμι, έξω από το τζάμι, ΕΞΩ.»

   Ο τίτλος του πεζού με χιουμοριστικό και ελαφρά ειρωνικό τρόπο σχολιάζει το περιεχόμενο του κειμένου: τη σχέση του ταξιτζή με τη γυναίκα του, το λουλούδι του, που πρέπει να μείνει αμάραντο, αλλά που η επιλογή του αυτή μαραίνει τη δική του ζωή, όπως φαίνεται από το επίρρημα «δυστυχώς», το οποίο τονίζει η αφηγήτρια, σχολιάζοντας τις σχέσεις των ανθρώπων και ειδικότερα μέσα στον θεσμό του γάμου.
Η μοδίστρα και η τραγική απώλεια του μονάκριβου γιου της, αεροπόρου, που αυτοπυροβολήθηκε εξαιτίας λανθασμένου χειρισμού, καθώς καθάριζε το όπλο του, απώλεια που στοιχειώνει κάθε μέρα τη ζωή της, αποκαλύπτονται στο πεζό με τίτλο «Τι να πεις…»[16] και συνιστούν ηχηρό σχόλιο για το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, για την καταλυτική δύναμη του θανάτου πάνω στη ζωή. Τα γρανάζια της μνήμης κινούνται με αφορμή μια τυχαία λέξη, ένα τυχαίο περιστατικό και φέρνουν στην επιφάνεια ξεχασμένες εικόνες, παραστάσεις και εμπειρίες. Έτσι, λοιπόν, η απρόσμενη θέα, Κυριακή πρωί, από το ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού προς το απέναντι κτίριο και η εστίαση της ματιάς της αφηγήτριας και της ηρωίδας σε έναν πολύ νέο αεροπόρο που

«κάθεται απόμερα, απέναντι ακριβώς απ’ το παράθυρο, έχει ανάριχτη την πιτζάμα στις πλάτες του, έχει ένα μεγάλο τσιρότο στο μέτωπο, ένα τρανζίστορ ακουμπισμένο, που κρέμεται έτσι πάνω απ’ το δρόμο, από την Κυριακή, κι από τη μοναξιά του»,

ξυπνούν στην ηρωίδα επώδυνες μνήμες του αναίτιου θανάτου του γιου της, μιας και, όπως μονολογεί, «μήπως έφυγε με δόξα; Για την πατρίδα; Τίποτα, τίποτα, καθαρίζοντας το περίστροφο… Ολότελα χαμένος», οδηγώντας την στην αποφθεγματική διαπίστωση πως:

«—Να κάνεις το παν να μην είσαι έρημος στη ζωή, κι’ η ζωή να κάνει το παν να σ’ αφήσει έρημο…».

   Στις σελίδες του περιοδικού διαβάζουμε συγκινημένα in memoriam, όπως αυτό στην Κούλα Αρβανιτοπούλου, με τη θυελλώδη «Καλημέρα» που αναβλύζει από συγχορδία αισθημάτων,[17] που ώθησε την Κική Δημουλά να καταλήξει για άλλη μια φορά στη βεβαιότητα πως

«πόσο συχνά, και πόσο ταχτικά, είμαστε αναγκασμένοι να βρισκόμαστε μ’ έναν άνθρωπο λιγότερο, μ’ έναν φίλο λιγότερο, μ’ έναν συνάδελφο λιγότερο, είτε έτσι το θέλει η ζωή, είτε έτσι το θέλει ο θάνατος».[18]

   Ο θάνατος, το κενό[19] που προκαλείται από την απώλεια, η αίσθηση πως «η φθορά του σώματος καταλαμβάνει το σύνολο της ατομικής πραγματικότητας»,[20] κατέχουν περίοπτη θέση στο έργο της Κικής Δημουλά και βρίσκονται στο κέντρο του προβληματισμού της και στα κείμενα του Κύκλου, στα οποία η βιαιότητα του θανάτου ξεπροβάλλει μέσα από τυχαίες συναντήσεις, όπως αυτή στο πεζό με τίτλο «Προσκλητήριο».[21] Η αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο αφηγείται τη συνάντησή της σε ένα ανθοπωλείο, όπου πήγε να αγοράσει κόκκινα τριαντάφυλλα, με τον πατέρα μιας παλιάς συμμαθήτριάς της στο μάθημα των αγγλικών. Η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης «εξασφαλίζει στον συγγραφέα μεγαλύτερη αφηγηματική ελευθερία», αφού του επιτρέπει από τη μια την αναπαράσταση γεγονότων και καταστάσεων μέσα από την οπτική γωνία του αφηγητή–ήρωά του, «αλλά και την απόδοση της εσωτερικής, ψυχικής κατάστασης των προσώπων του»,[22] καθώς το «εγώ» της αφήγησης σε α΄ πρόσωπο «είναι περισσότερο ένα βιωματικό και λιγότερο ένα αφηγηματικό πρόσωπο»,[23] ενισχύοντας τη λειτουργία και τους μηχανισμούς της μνήμης στο έργο της Κικής Δημουλά. Στο κείμενο ηχεί παράταιρα η επαναλαμβανόμενη, ως leit motiv, με μικρές παραλλαγές ερώτηση του πατέρα της παλιάς συμμαθήτριας προς την αφηγήτρια:

«—Εσύ; Εσύ; Μα ζεις; Απίστευτο. Ζεις ακόμα; […]

—Ώστε ζεις; Επανέλαβε παράξενα συλλογισμένος. […]

—Ζει ο πατέρας σου; Είναι δυνατόν; Ώστε ζει; Απίστευτο, μπράβο, πολύ χαίρομαι, πολύ χαίρομαι…[…]

—Ζει; Ζει κι’ η μητέρα σου; Για φαντάσου! Απίστευτο. Τόσα χρόνια πέρασαν, μεγάλη γυναίκα, και ζει ακόμα. […]

—Εκείνη η θεία σου; Ζει κι’ εκείνη η θεία σου; Τι λες, βρε παιδί μου, τι λες, ώστε ζει κι’ αυτή! Μπράβο, πολύ χαίρομαι, πολύ χαίρομαι.[…]».

   Η επαναλαμβανόμενη ερώτηση και η διαβεβαίωση της αφηγήτριας πως όλοι για τους οποίους ρωτήθηκε ζουν ακόμη σε συνδυασμό με τις αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα που της προκαλεί η παράξενη συμπεριφορά του συνομιλητή της έρχονται να ανατραπούν πλήρως με την τραγική διαπίστωση στην οποία καταλήγει ο ήρωας της ιστορίας πως «όλος ο κόσμος λοιπόν ζει. Για όποιον ρωτάω, μαθαίνω πως ζει. Μόνο η κόρη μου δε ζει. Μια σταλιά κοπελίτσα…», επιβεβαιώνοντας την παραγγελία του στον ανθοπώλη πως τα δικά του τριαντάφυλλα πρέπει να είναι ολόασπρα, γιατί «είναι για κοπελίτσα…» και τονίζοντας εμφατικά πως η μόνη απτή πραγματικότητα είναι αυτή του θανάτου.

Στη στήλη του περιοδικού «Παρακυκλικές διασημότητες» ξεχωρίζουν οι συνεντεύξεις που έπαιρνε η Κική Δημουλά από πρόσωπα που άμεσα ή έμμεσα συνδέονταν με τον Κύκλο της Τράπεζας: τη Φιλιώ Γαλιδάκη, τη δωδεκάχρονη αδερφή του Πέτρου Γαλιδάκη, συμπρωταγωνίστρια της Έλλης Λαμπέτη στην παράσταση «Το θαύμα της Άννυ Σάλλιβαν»,[24] τη Νέλλη Θεοδώρου, συγγραφέα του γνωστού μυθιστορήματος Η Στεφανία στο Αναμορφωτήριο, κόρη του Τμηματάρχου του Τμήματος Αξιών,[25] τη Ντόρα Κανακάρη, μητέρα του μουσικοσυνθέτη Σταύρου Ξαρχάκου,[26] την Άννα Τζόγια, σύζυγο του πρωταγωνιστή την εποχή εκείνη στο Εθνικό θέατρο Νίκου Τζόγια, και συνάδελφο της Δημουλά όχι μόνο στην Τράπεζα αλλά και στο περιοδικό.[27] Μέσα στις συνεντεύξεις, με τις εύστοχες ερωτήσεις και την εστίαση συχνά σε θέματα της καθημερινότητας των συνομιλητών της, η Δημουλά ζωντανεύει το πνεύμα τους, αποκαλύπτει πτυχές της προσωπικότητας, της δράσης και του έργου τους, συμπληρώνοντας δημιουργικά την εικόνα αυτών στον περίγυρο και το ευρύ κοινό.
Ιδιαίτερα κατατοπιστικά για τον τρόπο με τον οποίο η Κική Δημουλά αντιλαμβάνεται την Τέχνη και τον ρόλο του καλλιτέχνη είναι εκείνα τα κείμενα του Κύκλου στα οποία περιγράφει ποικίλου περιεχομένου καλλιτεχνικές εκθέσεις, όπως για παράδειγμα αυτή στο Μουσείο Μπενάκη για τον Κ.Π. Καβάφη, Δεκέμβριος του 1963:

«ευτυχώς δεν φεύγουν ολοσχερώς οι σπουδαίοι και οι αγαπημένοι. Υπάρχουν, και μπορείς να τους δεις, μέσα στο έργο τους, μέσα στο κενό που άφησαν, στους μιμητές τους, και στις εκθέσεις. Εγώ, σε μια έκθεση είδα χτες τον Καβάφη. Μια μικρή αίθουσα στο Μουσείο Μπενάκη, με λίγα πράγματα του ποιητή, βαλμένα όμως με τόση υποστήριξη ζωής, που να αισθάνεσαι, θαρρείς, σαν ακόμα να αναδύεται ο αέρας, από άνθρωπο που μόλις τώρα βγήκε από κει, να ιδεί

ολίγη αγαπημένη πολιτεία,

ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών».[28]

   Στο πεζό με τίτλο «Εύκρατες ζώνες»[29] η Δημουλά περιπλανιέται στις καινούργιες αίθουσες της γκαλερί Ζυγός, Ομήρου 3, τον Φεβρουάριο του 1963, όπου εκτίθενται για πρώτη φορά τα γλυπτά της Ναταλίας Κωνσταντινίδη–Μελά. Μικρά ζώα και πουλιά, πολεμιστές και εργαλεία, έργα που χαρακτηρίζονται από την αντισυμβατική χρήση των υλικών τους πρωταγωνιστούν στην έκθεση αυτή, όπως και στο σύνολο του έργου της γλύπτριας, και κεντρίζουν το ενδιαφέρον της αφηγήτριας–Δημουλά. Εργαλεία με ορισμένη χρήση, όπως το σφυρί, η τσάπα, το τσεκούρι, που «τα χρησιμοποιούμε για να μαστορεύουμε, να σκάβουμε, να σκοτώνουμε», γίνονται τα μέσα για να «κάνουμε και πράγματα λιγότερο καθημερινά και φθαρτά, —κάνουμε Τέχνη», όπως παρατηρεί η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του κειμένου που άμεσα ταυτίζεται με τη συγγραφέα, δίνοντας στο κείμενο τη χροιά και την εντύπωση καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Η Δημουλά, «αεί εκπληττόμενη», βλέπει στα εκθέματα την ανθρώπινη πτυχή τους, τα προσωποποιεί, καθρεφτίζοντας σε αυτά συναισθήματα και ανθρώπινες ιδιότητες:

«τι έξυπνη κατσίκα! […] Και τι μελαγχολική, με τα δυο κρεμασμένα αυτιά της, που δεν είναι παρά δυο μιστριά! Και τη ευαίσθητη! Στη ραχοκοκαλιά της, αν και σιδερένια, βλέπεις ένα ρίγος αληθινό, έναν κυματισμό, σα να τη χάιδεψες και τώρα να τρέμει».

   Η προσωποποίηση στο έργο της Κικής Δημουλά είναι ένα από τα πιο αγαπημένα ποιητικά μοτίβα, αφού τα πάντα μέσα σε αυτό «λαβαίνουν πνοή και μοίρα ανθρώπου».[30] Με αυτόν τον τρόπο η ποιήτρια αντιστέκεται στο ανεξήγητο, το άπληστο του θανάτου, το κενό, γεγονός που το θεωρεί « […] πολύτιμο. Και βαθύτατα πολιτικό».[31] Η αφηγήτρια τριγυρίζει στις αίθουσες και ξανακοιτάζει τα γλυπτά για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η Τέχνη εμψυχώνει τα άψυχα αφού

«εγώ, ας πούμε, σε ώρες μοναξιάς θα μπορούσα να κουβεντιάσω θαυμάσια μ’ εκείνη τη μελαγχολική κατσίκα, και πολύ ευχαρίστως θα έκλεινα σε κλουβί εκείνο το πουλί-μιστρί, για να μη μου φύγει».

   Στα ταξιδιωτικά κείμενά της που συχνά φιλοξενούνταν στις σελίδες του Κύκλου η Κική Δημουλά μας μεταφέρει μέσω της μνημονικής αφήγησης στους πραγματικούς ή ιδεατούς τόπους των καλοκαιρινών και όχι μόνο διακοπών, της ανάπαυλας από την καθημερινότητα της Τράπεζας. Ναύπλιο, Άνδρος, Δήλος, Βόρεια Εύβοια, Σκιάθος, αλλά και η κοντινή Καισαριανή, ή η μακρινή Βιέννη ή ακόμα μακρύτερα το θρυλικό ταξίδι του Gordon Cooper (1963) με το διαστημόπλοιο Mercury 7 κατά την ιστορική πτήση Faith 7 με τις 22 περιστροφές γύρω από τη Γη, είναι κάποιοι από τους τόπους στους οποίους περιηγείται η αφηγήτρια των κειμένων αυτών.[32] Στο κείμενο με τίτλο «Αιγαίον Πέλαγος»[33] παρακολουθούμε τις «σκέψεις και τη γραφή εν πλω» της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας που ταξιδεύει οικογενειακώς με το πλοίο «Δέσποινα» για την Πάρο. Γλαφυρές, πλήρεις χρωμάτων, είναι οι περιγραφές του θαλασσινού και του νησιωτικού τοπίου:

«Μπλε-μωβ είναι βαμμένες οι πολλές τενεκεδένιες γλάστρες στις αυλές και στα πεζούλια των σπιτιών, μπλε-μωβ είναι κι ένας τρούλος εκκλησίας που ανεβαίνει και κρέμεται πάνω από τα σπίτια. Μπλε-μωβ είναι κι η θάλασσα τώρα, λευκό είναι το νήμα που χρησιμοποιούν οι Παριανές για να πλέξουν ψαράδικα δίχτυα. Κάθονται έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους τ’ απόγεμα μέσα στα στενοσόκακα, και πλέκουν με κινήσεις γοργές και περίεργες. Από μακριά νομίζεις ότι τροχίζουν μαχαίρια. […]
Μα και τα σπίτια δύσκολο είναι να γυρίσεις και να τα περιεργαστείς, έτσι που κάθε μια γυναίκα που κάθεται έξω απ’ το δικό της μοιάζει βαριά πόρτα που το φράζει. Ωστόσο είναι πράματα που μόνα τους πέφτουν στα μάτια σου. Στα ισόγεια των σπιτιών, όσων τα παράθυρα μένουν ανοιχτά, θα δεις το αναμμένο καντήλι μπροστά σε μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας, το στρογγυλό ξυπνητήρι στη μέση του τραπεζιού, τα μεγάλα κάδρα με τις φωτογραφίες των προγόνων, που η φλόγα του καντηλιού τους συσπά το πρόσωπο, και σμίγει τα φρύδια τους σε μια επιτίμηση για την αδιακρισία μου. […]
Νησιώτικο μεσημέρι. Η θάλασσα μπροστά, νυσταγμένη και αστραφτερή, οι ψαρόβαρκες μόλις που σαλεύουν, χρωματιστά χαμόγελα της ακρογιαλιάς.Κι ενώ τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν είναι περίεργο, γιατί μου φαίνεται πως είναι; Και γιατί αισθάνομαι σα να ξεκόλλησα από τον κόσμο, σα να μην είμαι παρά μια στιγμή αυτού του μεσημεριού;» [34]

Η περιγραφή δεν είναι απλώς μια τεχνική του λόγου, αλλά αποτελεί τη χρήση πολλών διαθέσεων και στάσεων μέσω των οποίων ο συγγραφέας ή ο ομιλητής αποδίδει τον γύρω του κόσμο, όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται: όμορφο, άσχημο, ευχάριστο, δυσάρεστο, θλιμμένο, χαρούμενο.[35] Η αφηγήτρια περιπλανιέται στον χώρο και τον χρόνο του νησιού, παρατηρώντας και αποτυπώνοντας με τη ματιά της όσα αξίζει να βλέπουμε, αποδίδοντας το παρελθόν και το παρόν του μέσα από εικόνες της θάλασσας, των κτισμάτων και των καλοκάγαθων ανθρώπων του.
Ο Κύκλος είχε, τέλος, σκοπό να προβάλει τα επιτεύγματα και την προσφορά της Τράπεζας στα μέλη της. Έτσι, ανάμεσα στα πεζά της Δημουλά διαβάζουμε κείμενα που εντάσσονται στη στήλη με τίτλο «Θέματα του Κύκλου μας» ή «Τα εν οίκω» και αναφέρονται σε ζητήματα της υπαλληλικής καθημερινότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα κείμενα που εκθειάζουν το Κυλικείο, χώρο ανάπαυλας και συνάντησης των μελών της τραπεζικής οικογένειας, έργο που «έρχεται να προστεθεί στη σειρά των ποικίλων προσφορών της Τραπέζης μας στο προσωπικό της, έρχεται να ενταχθεί στην προσπάθειά της να ικανοποιεί τις διάφορες ανάγκες του κατά τρόπο που βρίσκεται πολύ έξω από τις τυπικές εργοδοτικές υποχρεώσεις της», [36] και που αποτέλεσε για τη Δημουλά την κατάλληλη αφορμή να αποδώσει τις σχέσεις των μελών του τραπεζικού κύκλου και την υπαλληλική τους καθημερινότητα:

«Επόμενο. Αφού έχουμε κυλικείο, να μην πάμε; Και πότε άλλοτε να πάμε, παρά εκεί γύρω στις 11-11.30, αφού αυτή είναι φύσει η ώρα του διαλείμματος […]. Γι’ αυτό λοιπόν, εκεί γύρω στις 11, τρέχω, τρέχεις, τρέχει, να προφτάσω, να προφτάσεις, να προφτάσει, ποιος να πρωτοπροφτάσει. […] Τούτος δω λοιπόν ο χώρος είναι η ζωντανή ζώνη. Εδώ γίνονται τ’ αποκαλυπτήρια των προσώπων μας. Απεκδυόμεθα το ωράριον, και αμέσως το ένα πρόσωπο παύει πια νάναι ίδιο με το άλλο, παύει νάναι σιωπηλό, νάναι αριθμός όπως όταν καθόμαστε στα γραφεία πλάι-πλάι στις μεγάλες αίθουσες με τα δεσπόζοντα λοξά γραφεία Π. Το καθένα αποκτά την έξαψή του, το όνειρό του, τον εαυτό του. […]Κάποιος αντιυπαλληλικός μπορεί να μου πει: «Μα είναι τόσο σπουδαίο, τέλος πάντων, που πάτε σ’ αυτό το κυλικείο και πίνετε έναν μέτριο, ή έστω ένα νες, ή έστω έναν εσπρέσσο, ή ακόμα κι ένα tomato-juice, ή τρώτε ένα ριζόγαλο, ή ένα καταΐφι, ή έστω ένα πιροσκί, ή ακόμα και μια κασάτα;» Μα, κύριε, δεν πρόκειται γι’ αυτό, δεν πρόκειται γι’ αυτό! Πρόφαση είναι αυτό, πρόσχημα είναι, ίσως και προσωπείο. Πίσω απ’ αυτό ρεμβάζουμε ανενόχλητοι, δίνουμε κι εμείς μια διαταγούλα: «Καφέ, γρήγορα!», στεκόμαστε βέβαια όρθιοι, αλλά όχι σούζα».[37]

Η ποιήτρια Κική Δημουλά[38] είναι αναμφίβολα το «σημαντικώτατο κέρδος της νεοελληνικής ποιήσεως»,[39] και ταυτόχρονα διεκδικεί περίοπτη θέση στη χορεία της νεοελληνικής πεζογραφίας με τα εκατό και πλέον πεζά κείμενα που έγραψε για το περιοδικό της Τράπεζας της Ελλάδος Ο Κύκλος. Με τα ενδεικτικά παραδείγματα που παρουσιάσαμε, παρόλη την ανομοιομορφία και την ποικιλία των ειδών τους, αναδεικνύονται η δεινότητα της γραφής, το διεισδυτικό και ανήσυχο βλέμμα της πάνω σε ανθρώπους, πράγματα και καταστάσεις, η σταθερή επιλογή θεμάτων «μιας χαμηλοτάβανης εσωτερικής/πατριδογνωσίας»,[40] η γνησιότητα του ταλέντου της στην απόδοση ακόμα και των πιο διάφανων ψυχικών στιγμών των εφτά εργάσιμων μελαγχολιών της ανθρώπινης καθημερινότητας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 20097, σ. 105-106.
[2] Κική Δημουλά, «Επίλογος», στο: Εκτός σχεδίου, Ίκαρος, Αθήνα 2005, σ. 10.
[3] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 10.
[4] Συντακτική επιτροπή, «Το Περιοδικό μας», Ο Κύκλος, τχ. 1, Ιούλιος 1961, σ. 1.
[5] Ό.π. σ. 1-2.
[6] Ό.π., σ. 1.
[7] Ό.π., σ. 1-2.
[8] Η υπογράμμιση είναι του συντάκτη του κειμένου.
[9] Ό.π., σ. 1-2.
[10] Ό.π., σ. 1-2.
[11] Για τα πεζά της Κικής Δημουλά βλ.: Δέσποινα Παπαστάθη «Τα Κυκλογραφήματα της Κικής Δημουλά» στο: https://www.oanagnostis.gr, 07/06/2019, και Δέσποινα Παπαστάθη, «Ποίηση για την ακραία ασυνέχεια του θανάτου», The BooksJournal, τχ. 107, Μάρτιος 2020, σ. 78-81.
[12] Κάποια από τα πεζά κείμενα της Κικής Δημουλά που έγραψε για το περιοδικό, δημοσιεύτηκαν, με κάποιες αλλαγές, το 2004 στο βιβλίο με τίτλο Εκτός σχεδίου, (Ίκαρος, Αθήνα 2004), καθώς και στο Αναμνηστικό τεύχος του περιοδικού Ο Κύκλος, που εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδας με αφορμή την εκδήλωση της 8ης Νοεμβρίου 2013, προς τιμήν της «μεγάλης ποιήτριας και πρώην συναδέλφου Κικής Δημουλά». Βλ. Ο Κύκλος. Κική Δημουλά, Αναμνηστικό Τεύχος, Νοέμβριος 2013, (Συντακτική επιτροπή: Π. Παναγάκης, Ε. Δημουλά, Ι. Δαβιλά, Ν. Δουγέκος, Μ. Γενιτσαρίου, Χ. Λιναρδάκη), Τράπεζα της Ελλάδος-Κέντρο Πολιτισμού , Έρευνας και Τεκμηρίωσης.
[13] Κική Δημουλά, «Επίλογος», ό.π., σ. 10-11.
[14] Ό.π., σ. 11.
[15] Κική Δημουλά, «Ανθοκομικά», Ο Κύκλος, τχ. 33, τ. Δ΄, Μάρτιος 1964, σ. 88-89.
[16] Κική Δημουλά, «Τι να πεις», Ο Κύκλος, τχ. 38, τ. Δ΄, Αύγουστος 1965, σ, 246-247.
[17] Κική Δημουλά, «Το Τμήμα Εγκρίσεων Αδειών Εισαγωγής», Ο Κύκλος, τχ. 3, τ. Α΄, Σεπτέμβριος 1961, σ. 90.
[18] Κική Δημουλά, «Κούλα Αρβανιτοπούλου, Ο Κύκλος, τχ. 17, τ. Β΄, Νοέμβριος 1962, σ. 842.
[19] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Κική Δημουλά: Το χρονικό μιας ποιητικής διαδρομής», », Διαβάζω, τχ. 435, Δεκέμβριος 2002, σ. 119.
[20] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ο ανορθόγραφος κόσμος. Κικής Δημουλά, «Χαίρε ποτέ», Αθήνα, Στιγμή 1988», Εντευκτήριο, τχ. 6, Απρίλιος 1989, σ. 119.
[21] Κική Δημουλά, «Προσκλητήριο», Ο Κύκλος, τχ. 58, τ. Στ΄, Απρίλιος 1966, σ. 115.
[22] Γιώργος Βελουδής, Γραμματολογία. Θεωρία Λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα 20064, σ. 143.
[23] Ό.π., σ. 143.
[24] Κική Δημουλά, «Φιλιώ Γαλιδάκη», Ο Κύκλος, τχ. 8, τ. Β΄, Φεβρουάριος 1962, σ. 56-58.
[25] Κική Δημουλά, «Νέλλη Θεοδώρου», Ο Κύκλος, τχ. 11, τ. Β΄, Μάιος 1962, σ. 153.
[26] Κική Δημουλά, «Σταύρος Ξαρχάκος», Ο Κύκλος, τχ. 44, τ. Ε΄, Φεβρουάριος 1965, σ. 157-59.
[27] Κική Δημουλά, «Νίκος Τζόγιας», Ο Κύκλος, τχ. 18, τ. Β΄, Δεκέμβριος 1962, σ. 374-375.
[28] Κική Δημουλά, «Μουσείο Μπενάκη: Κ.Π. Καβάφης», Ο Κύκλος, τχ. 30, τ. Γ΄, Δεκέμβριος 1963, σ. 375.
[29] Κική Δημουλά, «Εύκρατες ζώνες», Ο Κύκλος, τχ. 21, τ. Γ΄, Μάρτιος 1963, σ. 90.
[30] Μπουκάλας Παντελής, « «Άπληστο που είσαι ανεξήγητο»… Κική Δημουλά: Η εφηβεία της λήθης. Εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1994, σελ. 93», στο Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Άγρα, Αθήνα 1996, σ. 153.
[31] Ό.π., σ. 153.
[32] Για τα ταξιδιωτικά κείμενα της Κικής Δημουλά μπορεί κανείς να δει: Δέσποινα Παπαστάθη «Τα Κυκλογραφήματα της Κικής Δημουλά» στο: https://www.oanagnostis.gr, 07/06/2019.
[33] Κική Δημουλά, «Αιγαίον Πέλαγος», Ο Κύκλος, τχ. 25, τ. Γ΄,Ιούλιος 1963, σ. 213-215.
[34] Ό.π., σ. 214.
[35] Willard Spiegelman, How poets see the world: The art of description in contemporary poetry, Oxford University Press, Oxford 2005, σ. 5.
[36] Κική Δημουλά, «Ένα ακόμα έργο πολιτισμού για το Προσωπικό της Τραπέζης, Ο Κύκλος, τχ. 66, τ. Στ΄, Δεκέμβριος 1966, σ. 332.
[37] Κική Δημουλά, «Κυλικείου εγκώμιον», Ο Κύκλος, τχ. 24, τ. Γ΄,Ιούνιος 1963, σ. 182-183.
[38] Για την ποίηση και την ποιητική της Κικής Δημουλά μπορεί κανείς να δει: Δέσποινα Παπαστάθη, Κική Δημουλά «αχθοφόρος μελαγχολίας». Ποίηση και ποιητική του πένθους, Gutenberg, Αθήνα 2018.
[39] Άρης Δικταίος, «Εγεννήθη ημίν ποιήτρια…(Η Κική Δημουλά)», στον τόμο: Αναζητητές προσώπου, Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, Αθήναι 1963, σ. 109.
[40] Κική Δημουλά, Χλόη θερμοκηπίου, Ίκαρος, Αθήνα 2006, σ. 7-8.