Scroll Top

Βασίλης Ρούβαλης: Επισκόπηση στην ποιητική της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Το εκτενές έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ προετοιμάζει, εκ των προτέρων, μια αναγνωστική προσέγγιση στην ποιητική εκείνης της γενιάς λογοτεχνών που θέλησαν να προσδώσουν στον λόγο τους υπαρξιακή χροιά˙ κάτι δεδομένο για κάθε δημιουργό και σε κάθε εποχή εξάλλου, μα συγκεκριμένα στο γίγνεσθαι μιας πλειάδας ποιητών που αποζητούν σύνολους επαναπροσδιορισμούς, λίγο μετά το τέλος και την ανασυγκρότηση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε μια τέτοια σύντομη απόπειρα επισκόπησης, που αφορά τη Ρουκ ως λογοτεχνική προσωπικότητα, είναι δυνατό να διερευνηθούν -αναπόφευκτα- ενδεικτικές πτυχές από τη διαδρομή της ως συμβολή στην κατοπινή, νηφάλια κι αποστασιοποιημένη επαναξιολόγησή της στο πλαίσιο της νεοελληνικής γραμματείας.
Η ποιήτρια κάνοντας μια πρώιμη εκδοτική εμφάνιση το 1963, αναδεικνύει μέσα από τις στιχουργημένες στοχαστικές διαδρομές της το ζητούμενο της τότε εκκολαπτόμενης «Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς», όπως έχει επικρατήσει φιλολογικά να αποκαλείται μια σειρά ποιητών που εμφανίστηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας εκείνης, με συγκεκριμένους αισθητικούς κανόνες και ποιητολογικές αναζητήσεις. Η Ρουκ επικεντρώνεται, απτά, στο βιωματικό υλικό της για να πλάσει ποίηση. Η δημιουργική αντίληψή της εξελίσσεται σταδιακά και κατατίθεται στη συνέχεια, σε μια σειρά συλλογών (που έμελλε να καλύψουν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, εκτείνοντας ενεργά τη βιβλιογραφία της έως πρόσφατα). Ο δραματικός τόνος, η επικέντρωση στο υποκείμενο, η προσήλωση στη συγκινησιακή εμπειρία, αποτελούν βασικούς πυλώνες στον συγγραφικό κύκλο που έχει διανύσει. Ως παράλληλη μέριμνα, η οπτική γωνία της προσλαμβάνει το παρόν, αναδεύει την προσδοκία για το μέλλον ενώ, την ίδια στιγμή, «αγγίζει» θαλερά την ανάμνηση του παρελθόντος ως ευοίωνη τωρινή συνθήκη. Από αυτή την άποψη, η ποιήτρια επιβεβαιώνει τη θεωρητική συζήτηση του Βύρωνα Λεοντάρη[1] γύρω από το «ποιητικό άλγος»˙ η εσωτερική εμπειρία γίνεται πραγματικότητα εξωτερική, όχι ωστόσο εμφανής, η δε εξωτερική εμπειρία εκτρέπεται σε έμπνευση εσωτερική. Τότε ακριβώς συμβαίνει η ρήξη και η αποστασιοποίηση του δημιουργού, όπως λέει ο καλός ποιητής (περιοδολογούμενος επίσης σ’ αυτή τη γενιά), απέναντι στο είναι και στο φαίνεσθαι του κόσμου που γνωρίζει.
Η ποιητική πραγματικότητα αποτελεί ψυχική λειτουργία, ενίοτε βασανιστική, αυτοτιμωρητική κάποτε και καθαρτήρια άλλοτε. Η Ρουκ επιτρέπει στις λέξεις της να ιχνηλατούν ένα ψυχολογικό στίγμα αποτελούμενο από ενοχές, αναρωτήσεις, δραματικές αποφάνσεις˙ επιτρέπει όντως τη φαντασίωση ως λειτουργικό εργαλείο για να προσδιορίσει τον χώρο και τον χρόνο μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο-ηθελημένο πλαίσιο, ώστε να στοχεύσει και να περιγράψει όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις που γεννιούνται στο ενδιάμεσο της ποιητικής στιγμής και της ρεαλιστικής βίωσης του εαυτού. Δεν είναι εύκολη διαδικασία ετούτο… Ο μηχανισμός απαιτεί εξομολογήσεις τολμηρές κι όχι απαραιτήτως εμφανείς (ψίθυροι, όχι κραυγές – νοήματα, όχι υπονοήσεις), εσωτερίκευση του στοχασμού με λυρικές νότες, πλοκή και ύφος στη στιχουργία, σε τόνο ελεγειακό, μελαγχολικό.
Κυρίαρχη σχολιαστική εστίαση στο έργο της έχει αποτελέσει, από κριτικούς, ομοτέχνους και αναγνώστες, ο λεγόμενος «γυναικείος» λόγος της. Πρόκειται για μια αμφίσημη διατύπωση[2] του δημιουργικού πανοράματός της, δεδομένης της ποιητικής της και των κατευθύνσεων που εκείνη δίδει εξ αρχής στην πένα της. Διότι, επιγραμματικά: 1. Η δύναμη του στίχου αναδεικνύεται σε όλο το εύρος της γραφής της, 2. Προτείνει την αναγνώριση της πανανθρώπινης αλήθειας, 3. Αμφισβητεί την υπαρξιακή μικρότητα, 4. Αναδεικνύει την ιδέα της ολότητας. Επομένως, η ποίησή της δεν αναγιγνώσκεται από τέτοιου τύπου οροθετήσεις αλλά στηρίζεται σε συγκεκριμένες διανοητικές αποκλίσεις, ελεύθερα θεατές από κάθε ατομικό βλέμμα.
Ορθά η κριτική έχει υποστηρίξει την αδιαμφισβήτητη περιχαράκωσή της[3] σε δικούς της επίπλαστους ορίζοντες: από την αφαιρετική θέαση της πραγματικότητας, στα νεανικά χρόνια (και ίσως, καλύτερα διατυπωμένη, στην περίοδο της ευχάριστης αναμόχλευσης του αθώου βλέμματός της στον εμπράγματο κυνισμό των πραγμάτων), έως τις προεκτάσεις των διπολισμών («εγώ» και «εσύ», «τώρα» και «πάντοτε», «χαρμολύπη» και «σιγή») αλλά και της μεταφυσικής περιπέτειας, της αγωνίας του επέκεινα, της καταγραφής των ερωτημάτων σε φόντο στοχαστικό. Το δηλώνει εμμέσως: «Στη σιωπή τα ποιήματα/ γεννιούνται όπως στον έρωτα/ μόνο που το συνηθίζει/ η ασυγκίνητη σιγή/ και να τα γεννάει/ και να τα καταπίνει»[4]. Η φωνή της, γυναικεία τω όντι, αφορά τον ανδρογύναιο άνθρωπο καταφανέστατα, είναι κώδικας που μετατρέπεται σε έμφυλο μήνυμα κι αναφέρεται στην ουσία του όντος. Γνωρίζει ότι ο ποιητικός λόγος είναι δίσεκτος, με την έννοια ότι ως πομπός στέλλει το μήνυμα στον δέκτη –όποιο κι αν είναι– σ’ όρια ελλειπτικά, ατελώς, υπονομευτικά μα και σίγουρα στοχευμένα. Είναι και συμπαγής η έκφραση της Ρουκ καθώς η ίδια επιλέγει, σ’ όλο το φάσμα της ποιητικής παραγωγής της, να διατηρεί έναν «σκληρό πυρήνα» στη θεματολογία, στο ύφος και στη στόχευση απέναντι στον αναγνώστη.
Στη συλλογή Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα[5] σημειώνει με λεπτή ακρίβεια τον συλλογισμό της. Ο λόγος της προσομοιάζει σε αυτοβιογραφική καταγραφή, διαθέτει προσλαμβάνουσες εξομολόγησης και μέθεξης της αλήθειας, του βιώματος: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα/ για την πραγματικότητα/ αυτή που δεν έζησε ποτέ κανείς/ αφού ο καθένας/ στη δική του βρέθηκε φυλακισμένος/ αιώνες τεντώνοντας τα χέρια προς τα έξω…». Με αυτή την ολιγόστιχη τεκμηρίωση αναδεικνύεται η δική της πρόσληψη στο συγγραφικό σύμπαν που συγκρότησε στέρεα, δομικά, μέσα στη διαδρομή έως την εκδημία της, αλλά και υποστήριξε με πολυάριθμες συλλογές. Η προδιάθεση της ποιήτριας είναι διττή: από τη μια, η ενδοσκόπηση στα ζητούμενα μιας υπαρξιστικής θεώρησης του ατόμου και, από την άλλη, η αισθητική σκιαγράφηση της ζωής με τα οράματα, τις διερωτήσεις, τη βαρύτητα του αγνώστου στο φάσμα των τριών διαστάσεων. Κι ενδιάμεσα, στην ποιητική της, εμφιλοχωρεί και ενίοτε επιβάλλεται η ιδέα της σωματικότητας: για τη Ρουκ, το παράδοξο του πνεύματος και του σώματος είναι διαρκής προσπάθεια εναρμόνισης αλλά και ομολογία παθήματος. Ο αισθησιασμός είναι «γλώσσα» εμπέδωσης του ψυχοπνευματικού έρωτα ενώ η πράξη του έρωτα είναι εφόδιο για την εσωτερική διευθέτηση του «εγώ». Γράφει: «Κινήσεις που οδηγούν/ σ’ ένα απλό κρεβάτι/ πώς να εμπνεύσουν πια;/ Κρεβάτι χωρίς παραστάτη/ χωρίς εφιδρώσεις/ χωρίς εντυπώσεις/ ένα άδειο στρωμένο πανί/ μία οθόνη δίχως προβολή/ και κινήσεις μονοσήμαντες/ που σημαίνουν μόνο το τέλος/ της μέρας».[6] Το σώμα είναι διασταύρωση για τον νου, επομένως˙ επιλογή ή και πρόφαση για αποκάλυψη του είναι.
Συμπερασματικά, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ανήκει στη χορεία των συγγραφέων που καταθέτουν το δημιουργικό corpus τους στην εξερεύνηση των αέναων ζητημάτων της ανθρώπινης ψυχής. Κι ο έντονος ψυχισμός της είναι δεδομένος, χαμηλότονος μα και ευθυτενής, δόκιμος, προς γόνιμη αντίδραση από επιγόνους της γραφής της, από το «χνώτο» της αφήγησης αυτού του ποιητικού «εγώ» που μέλλει να φθάσει σ’ ευήκοα ώτα. Σαφώς αφιερώνει την πνευματική ενάργειά της στο ωφέλιμο δούναι και λαβείν της αναγνωστικής εμπειρίας. Ή αλλιώς, ενεργοποιεί και προκαλεί τον αναγνώστη στον εμπειρίκειο «οίστρον της ζωής», εμπνέεται από τη συγκινησιακή σύγχυση του τωρινού χωροχρόνου. Οι επιλογές της, από την άποψη του ποιητικού προβληματισμού, είναι διαχρονικές και επιλέξιμες, ανθολογήσιμες από τις συλλογές που κατέθεσε. Γι’ αυτό και η τοποθέτησή της στην ευρύτερη έκταση της μεταπολεμικής ποίησης, στο πραχθέν που συντελέστηκε έως τη δεκαετία του 1990 (με την πτώση των «τειχών» αλλά και την κατοπινή περιδίνηση του σύγχρονου πεφρασμένου στοχασμού σ’ εξέλιξη) θα χρειαστεί επιμελημένη συγκριτική θεώρηση: αντέχει ο ρευστός τόνος της συναισθηματικής εξομολόγησης απέναντι στον ψηφιοποιημένο κυνισμό της τρέχουσας επικοινωνίας; η συμβολοποίηση ή μήπως η αφηρημένη καταγραφή του εσωτερικού γεγονότος θα ωφελήσει το επόμενο διακύβευμα της ανθρώπινης κατάστασης; Ιδού μερικές πτυχές ενός ανήσυχου προβληματισμού για μύστες και μυημένους του ποιητικού λόγου…
Μια σκέψη της στιγμής: εάν η ποίηση είναι ομολογία, κι αν αυτή η ομολογία συμπράττει με τα ζητούμενα της ζωής, πράγματι τότε τα λόγια της διαθέτουν τα εχέγγυα ν’ αγγίξουν ένα ευρύτερο σε χρόνο κοινό. Η κατάσταση του ποιητικού λόγου, από την άλλη, είναι θολή αφού στην τωρινή συγχρονία έχει ήδη αποδοθεί στον βωμό της αυτοαναφορικότητας και όχι, εσπευσμένα ως όφειλε, στο βάθρο της διορατικότητας. Μεγάλη, με προεκτάσεις αφορμή συζήτησης ετούτο, άλλης εν προκειμένω. Πάντως, τα «ομιλούντα υποκείμενά» της, όπως αυτά διασπείρονται τριγύρω στους στίχους της, θα εξακολουθήσουν να παρατίθενται –έστω και παρά τις αντιξοότητες προσέγγισης μεταξύ πομπού και δέκτη– σε μια προσμονή αναδόμησης της ιδέας της για το σώμα και το μη σώμα της ύπαρξης.

*Ο Βασίλης Ρούβαλης είναι συγγραφέας και υπ. διδάκτωρ Δημιουργικής Γραφής

[1] Βλ. τη δοκιμιακή προσέγγιση του ποιητή γύρω από το ζήτημα της προσωπικής ενοχής του δημιουργού, στο: Λεοντάρης, Β. (1985). Δοκίμια για την ποίηση. Αθήνα: Έρασμος, σ. 38-39.
[2] Αξιομνημόνευτη η τοποθέτηση του Ευριπίδη Γαραντούδη αναφορικά με τη λανθάνουσα αξιολογική διάκριση του συγγραφικού σώματος βάσει του φύλου, βλ. Γαραντούδης, Ευ. (2014). «Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, το έσω σώμα (ή η αρχή ενός ατελείωτου ταξιδιού)». O Αναγνώστης (ανακτήθηκε από το Διαδίκτυο, 22/4/2020: https://www.oanagnostis.gr/ https://www.oanagnostis.gr/κατερίνα-αγγελάκη-ρουκ-το-έσω-σώμα-ή-η/).
[3] Εν συντομία και λιτά διατυπωμένη η προσέγγιση του Αλέξη Ζήρα στο σχετικό λήμμα, βλ.: Συλλογικό έργο, (2007). Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πρόσωπα-Έργα-Ρεύματα-Όροι. Αθήνα: Πατάκης, σ. 8.
[4] Απόσπασμα από την έκδοση: Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (2000). Η ύλη μόνη, Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 31.
[5] Απόσπασμα από την έκδοση: Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (2005). Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα, Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 8.
[6] Απόσπασμα από την έκδοση: Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (2011). Η ανορεξία της ύπαρξης. Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 7.